29.7.23

Ρόδος: «Τα χωριά είχαν εκκενωθεί κι υπήρχαν ζώα παντού δεμένα»...

Το χώμα της Ρόδου ακόμη ζεματάει. Το έκαιγε η φωτιά για 11 ημέρες. Κι όσο η πυρκαγιά προχωρούσε, τόσο χανόταν κάτι από την ταυτότητα του νησιού. Που δεν είναι τα μεγάλα ξενοδοχεία δίπλα στην παραλία. Είναι τα ελάφια που ξεπροβάλλουν από τους θάμνους, είναι τα δάση, τα μονοπάτια, η φύση στην πληρότητά της. Αυτή που θάφτηκε κάτω από ένα πέπλο στάχτης, αφού πρώτα ξεκοκάλισαν οι φλόγες μέχρι και το τελευταίο κλαδί δέντρου από τα φύλλα του...


Απέναντι σε όλη αυτή τη ζοφερή εικόνα, μόνο μία υπήρξε που μπόρεσε να μαλακώσει την τραχιά πραγματικότητα: εκείνη που απλώνεται ένα χέρι να βοηθήσει. Ένα απρόσμενο στήριγμα στη μέση του χάους. Το νερό που θα πάρεις ενώ γύρω σου επικρατεί πανικός με ανθρώπους που θέλουν απλώς να βρεθούν μακριά από τη φωτιά. Κάποιοι, όμως, πήγαιναν αντίθετα στο ρεύμα. Όχι για να έρθουν σε μετωπική σύγκρουση με τον κίνδυνο, αλλά για να συνεισφέρουν με εκείνο που λείπει εκείνες τις κρίσιμες στιγμές. Κάποιες φορές είναι η ψυχραιμία. Άλλες φορές ένα μπουκαλάκι με σταγόνες για τα μάτια, όπως έλειπε από έναν πυροσβέστη.

Η Τριανταφυλλιά Μαύρου κοιμήθηκε κανονικά μόλις προχθές. Όπου στη Ρόδο κανονικά, αυτές τις ημέρες, σήμαινε να ξαπλώσεις στο κρεβάτι σου τέσσερις ώρες. Είχε γυρίσει στις 7 το πρωί στο σπίτι της από ακόμη μία βάρδια στην οποία παρέχονταν πρώτες βοήθειες. Ίσως η τελευταία με αυτή την ένταση. Μέσα από τις τάξεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού βοηθούσε στην παροχή πρώτων βοηθειών στους ανθρώπους που καταδίωκαν οι φλόγες. Έμενε πίσω, όπως και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος, μέχρι να φύγει και ο τελευταίος άνθρωπος ασφαλής. Κάποια ζευγάρια χέρια από εκείνα των 19.000 ανθρώπων που έφυγαν μέσω θάλασσας άγγιξαν πρώτα τα δικά της και εκείνα των εθελοντών για να στηριχθούν και να συνεχίσουν την ώρα που όλα γύρω κατέρρεαν. «Ήταν σαν πόλεμος χωρίς πυρά. Ο στρατός ήταν παντού στον δρόμο και μάζευε κόσμο, κάνανε εκκενώσεις. Ο κόσμος, όμως, δεν ήξερε πού πρέπει να πάει, πού είναι οι δομές, τι θα γίνει μετά από αυτό, τι θα απογίνουν τα σπίτια τους».


Την ώρα που εκφωνούνταν από τα δελτία οι εντολές της κυβέρνησης απουσίαζε ο συνδετικός κρίκος που θα μπορούσε να κάνει πραγματικότητα όποιο σχέδιο προστασίας. Το κενό ερχόταν και το αναπλήρωνε η αλληλεγγύη του κόσμου.

Αστυνομία από παντού

«Εβλεπα ανθρώπους που έμεναν στο διπλανό χωριό να έρχονται με το αγροτικό και να παίρνουν κόσμο για να τον πάρουν μαζί τους εκεί που ακόμη υπήρχε ασφάλεια. Τον ζήλο που είδα από τους εθελοντές και τον τοπικό κόσμο είναι κάτι που δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου, το πόσο ενωμένοι ήταν». Υπήρχαν, όμως, και εμπόδια. Μπλόκα της αστυνομίας, τα οποία δεν επέτρεπαν σε εθελοντές με γεμάτες υδροφόρες να πάνε να ρίξουν νερό στη φωτιά. «Είχαν φέρει αστυνομία απ’ όλη την Ελλάδα μόνο και μόνο για να τους σταματάει».

Ως ένστολη κι η ίδια, κατάφερε να έρθει σ’ επαφή με την καρδιά της καταστροφής και να δίνει τη βοήθεια που συχνά έλειπε από τους πυροσβέστες, οι οποίοι διαφορετικά έπρεπε να φύγουν από το μέτωπο. Η αλληλεγγύη, όμως, της Τριανταφυλλιάς είναι ολόκληρη. Η έγνοια της για τον άνθρωπο πήγαινε παράλληλα με την έγνοια της για τα ζώα. Μέσα από την ακτιβιστική οργάνωση Liber Life Rhodes, που έφτιαξε πριν ενάμιση χρόνο, συντόνιζε δράσεις για τη διάσωση άγριων ζώων, τα οποία έμειναν «χωρίς το δάσος τους, που τους ανήκει», και ζώων συντροφιάς που τα είχαν παρατήσει. «Τύχαινε πάρα πολλές φορές να περάσουμε για να πάμε στους εθελοντές να δώσουμε τις πρώτες βοήθειες κι έβλεπα, ενώ είχαν εκκενωθεί τα χωριά, να υπάρχουν ζώα παντού δεμένα, μέσα σε κλουβιά, ένα χάος». Πολλά από αυτά τα απελευθέρωσαν και για πενήντα κατάφεραν να βρουν άμεσα φιλοξενία.

Δεν τα κατάφεραν, όμως, όλα τα ζώα. Και πάντα θα υπάρχουν αναμνήσεις που θα τη δυσκολεύουν. «Θυμάμαι ένα καμένο πεδίο, με καμένα νεκρά ζώα παντού και μισοκαμένα ζώα. Ζώα τα οποία βλέπαμε ανέπνεαν, αλλά ήταν ουσιαστικά νεκρά». Ακόμη κι έτσι όμως, στην ύστατη στιγμή, η παρουσία της Τριανταφυλλιάς και της ομάδας της ήταν πολύτιμη. Ακόμη και για τα ζώα που δεν κατάφεραν να γίνουν καλά, η τελευταία εικόνα τους δεν ήταν μια φωτιά που τα πλήγωνε, αλλά ένα χέρι που τα φρόντιζε.

Η ΑΥΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: