16.10.17

Ξεχάστε τη Wall Street...


...η Silicon Valley είναι η νέα πολιτική δύναμη στην Ουάσινγκτον...
Kατά μια έννοια το facebook λειτουργεί περισσότερο σαν μια κυβέρνηση παρά ως εταιρεία» δήλωσε πριν λίγες ημέρες ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ο κύριος Facebook, κυνικά, δίχως δισταγμό.

Η...
δήλωση είναι μέρος της διακήρυξής του, η οποία συνοδεύει την περιοδεία του υπό τον τίτλο «Year of travel challenge». Τον τελευταίο χρόνο ο Ζούκερμπεργκ επισκέπτεται όλες τις Πολιτείες των ΗΠΑ και φωτογραφίζεται με αγρότες, εργάτες, νέους σε μια προσωπική «προεκλογική εκστρατεία». Σκοπός του λέει είναι να δει από κοντά τη ζωή και τη λειτουργία των θεσμών σε όλες τις Πολιτείες της αμερικανικής επικράτειας. Το Facebook λέει δεν είναι εταιρεία αλλά παγκόσμιο κοινωνικό πείραμα με απώτερο στόχο, ούτε λίγο ούτε πολύ, την εδραίωση μιας παγκόσμιας αντίληψης περί δημοκρατίας την εποχή της παραπληροφόρησης, της «φάρμας των τρολ» και των «fake news».


Αφορμή υποτίθεται ότι στάθηκε η αποκάλυψη ότι είχε παραχωρηθεί από το μέσο, διαφημιστικός χώρος αξίας 100.000 δολαρίων περίπου σε διατεταγμένης υπηρεσίας τρολ από το Κρεμλίνο για να επηρεαστεί υπέρ του Τραμπ το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών. Μάλιστα ο Ζούκερμπεργκ προέβη και σε «διάγγελμα», στο οποίο δήλωσε ότι θα προσφέρει σε επιτροπή του Κογκρέσου στοιχεία για περίπου 3.000 σχετικές διαφημίσεις που καταχωρίστηκαν στις σελίδες του.



Για πολλούς όλα αυτά δείχνουν πως ο Ζούκερμπεργκ μπαίνει πια για τα καλά στην επίσημη πολιτική σκηνή και μάλιστα με ευκολία.

Τhink tanks και λόμπι

Όπως αναφέρει και το δημοσίευμα του Guardian, ήταν οι τράπεζες, αλλά τώρα είναι τεχνολογικοί γίγαντες που κυριαρχούν στην αμερικανική βιομηχανία πίεσης και επηρεασμού των νομοθετών. Μπορούν τα χρήματα να αγοράσουν ό, τι θέλουν: λιγότερο ανταγωνισμό, λιγότερους φόρους ... και περισσότερα δεδομένα;

Ο Barry Lynn εργάστηκε στο New America Foundation, ένα think tank με έδρα την Ουάσινγκτον, για 15 χρόνια, μελετώντας την αυξανόμενη δύναμη των εταιρειών τεχνολογίας όπως το Google και το Facebook.

Αυτήν την εβδομάδα, απολύθηκε. Γιατί; Ο Barry Lynn και η ομάδα ερευνητών του New America Foundation απολύθηκαν αφότου δημοσίευσαν μια έρευνα, όπου κατέκρινε τις πρακτικές της εταιρείας Google.

Το New America Foundation όμως έχει λάβει χρηματοδότηση πάνω από 21 εκατομμύρια δολάρια από τη Google και τα στελέχη της. Οι ερευνητές στην ανακοίνωσή τους σχολίασαν ότι η Google «προσπαθεί να λογοκρίνει δημοσιογράφους και ερευνητές που μάχονται ενάντια σε επικίνδυνα μονοπώλια».

Οι ερευνητές έχουν τώρα ιδρύσει τη δική τους ομάδα, τους Citizens Against Monopoly (Πολίτες εναντίον του μονοπωλίου).

«Όταν η ερευνητική μας ομάδα κατέκρινε τις μονοπωλιακές πρακτικές της Google, ο Eric Schmidt, ο πρόεδρος της μητρικής εταιρείας, της Google, απείλησε ότι θα κόψει τη χρηματοδότηση προς το New America», σημείωσαν σε δεύτερη ανακοίνωσή τους. Ο Eric Schmidt ήταν πρόεδρος του New America μέχρι το 2016 και η κύρια αίθουσα συνεδριάσεων ονομάζεται «Eric Schmidt Ideas Lab».

Η χρηματοδότηση των thinktanks είναι μόνο ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι ισχυρότερες επιχειρήσεις της Αμερικής ασκούν την επιρροή τους στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Ένας άλλος σημαντικότερος υλοποιείται σε απόσταση ενός τετάρτου μιλίου από τον Λευκό Οίκο, σε μια λιγότερο γνωστή βάση πολιτικής εξουσίας: στη διάσημη K Street της Ουάσινγκτον, το επίκεντρο της βιομηχανίας λόμπι.



Εκτός από τις thinktanks, η K Street είναι γεμάτη με εκλεκτούς εταιρικούς αντιπροσώπους, μισθωμένα όπλα και ομάδες υπεράσπισης. Οι λομπίστες ξοδεύουν τις μέρες τους προσεγγίζοντας τα μέλη του Κογκρέσου ώστε να διασφαλίσουν ότι τα συμφέροντα των εταιρειών που εκπροσωπούν θα προστατευθούν ή θα προωθηθούν από τη νομοθεσία.

Ενώ οι μεγάλες τράπεζες και οι γίγαντες φαρμακοβιομηχανίας έχουν διαθέσει τεράστια οικονομικά ποσά εδώ και δεκαετίες στο λόμπινγκ υπάρχει ένας σχετικά νεοφερμένος «πελάτης» που τις έχει ξεπεράσει: η Silicon Valley. Τα τελευταία 10 χρόνια, οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας της Αμερικής έχουν εισβάλλει στην Ουάσινγκτον για άσκηση πιέσεων δίνοντας τόσο χρήμα, που ξεπερνούν και τη Wall Street δύο προς ένα.

Η Google, το Facebook, η Microsoft, η Apple και η Amazon δαπάνησαν 49 εκατομμύρια δολάρια για την άσκηση πίεσης στην Ουάσινγκτον το περασμένο έτος ενώ ταυτόχρονα υπάρχει μια καλά περιστρεφόμενη πόρτα των στελεχών της Silicon Valley προς και από τις ανώτερες κυβερνητικές θέσεις.

Οι εταιρείες τεχνολογίας δεν ήταν πάντα τόσο ζεστές με το Capitol Hill. Κατά τη δεκαετία του 1990, η Microsoft συγκέντρωσε τεράστιο πλούτο και μερίδιο αγοράς. Παρά το γεγονός ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως, η πρωτοπόρος του λογισμικού για ηλεκτρονικούς υπολογιστές δαπάνησε μόλις 2 εκατομμύρια δολάρια για την άσκηση πιέσεων το 1997.

Ωστόσο, τα μεγέθη της εταιρείας και οι επιχειρηματικές πρακτικές της προσέλκυσαν τον έλεγχο των ρυθμιστικών αρχών επί διοίκησης Κλίντον, μετά από την άσκηση πίεσης από δυσαρεστημένους ανταγωνιστές, όπως η Sun Microsystems, η IBM, η Novell. Το 1998, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, μήνυσε την Microsoft επειδή έδενε τον Internet Explorer με τα Windows, λέγοντας πως της έδινε ένα άδικο πλεονέκτημα πάνω στα άλλα προγράμματα περιήγησης όπως ο Netscape. Αρχικά είχε αποφασιστεί να χωριστεί η Microsoft σε δύο εταιρείες, αλλά τελικά το απέφυγε αυτό, αλλά συμφώνησε να λειτουργεί κάτω από αυστηρούς περιορισμούς έτσι ώστε να δώσει στους αντιπάλους της ίσες ευκαιρίες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ανταγωνιστές όπως η Apple και η Google ήταν σε θέση να ευδοκιμήσουν ανάλογα.

Η ιστορία διδάσκει τους τεχνολογικούς τιτάνες της Silicon Valley: παίξτε το πολιτικό παιχνίδι αλλιώς η Ουάσινγκτον θα κάνει τη ζωή σας δύσκολη.

Αυτό είχε ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο στον Eric Schmidt, ο υπήρξε διευθύνων σύμβουλος της Novell και πρώην διευθύνων σύμβουλος της Sun Microsystems. Το 2001 προσλήφθηκε ως CEO της Google. Υπό την ηγεσία του, η Google αύξησε σημαντικά την επένδυσή της για να κάνει «φίλους» και να επηρεάσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στο Capitol Hill.

Διαβάστε ολοκληρο το κείμενο, ΕΔΩ...

πηγη tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: