29.7.18

«Εν ολίγοις τι μας είπαν; Οτι φταίμε εμείς που καήκαμε»...


Σαν να περπατάς σε μια ασπρόμαυρη ταινία. Σαν να βρίσκεσαι σε μια άγρια γκροτέσκo φωτογραφία. Η οδός Χαράς: ερείπια που κάποτε ήταν σπίτια, καμένα ποδήλατα και φερ φορζέ, σκελετοί από...
δέντρα και ίχνη από παιδικά παιχνίδια.

Το Μάτι: μέσα σε απόλυτη σιγή συνεργεία κόβουν δέντρα, κάτοικοι μαζεύουν συντρίμμια, φορτηγά κουβάλανε ό,τι απέμεινε από τα νοικοκυριά. Οι διασώστες ψάχνουν ακόμα για νεκρούς και τα καΐκια χτενίζουν ακόμα τη θάλασσα. Στην έρημη πόλη τα τηλέφωνα χτυπούν για να αναγγείλουν συνήθως πένθιμες ειδήσεις: ταυτοποιήθηκε ο γείτονας, εξέπνευσε ο φίλος, στο νεκροτομείο πήγε η γιαγιά τα παιχνίδια της εγγόνας της.

«Είμαστε ζωντανοί»

«Είμαστε καλά». Το σημείωμα είναι γραμμένο με μαρκαδόρο και κολλημένο με ταινία στην είσοδο ενός σπιτιού. «Είμαστε καλά», «είμαστε ζωντανοί» - οι ελάχιστοι κάτοικοι, παλιοί γείτονες και φίλοι, όταν συναντιούνται στους δρόμους και τις πλατείες, όπου κάποτε έζησαν στιγμές ξεγνοιασιάς, αγκαλιάζονται, φιλιούνται και δακρύζουν: όλοι κάποιον θρηνούν εδώ.

«Ηταν η πιο παλιά μου φίλη, η πιο αγαπημένη μου...» -η Αλεξάνδρα Κατσαρού μένει λίγα μέτρα μακριά από ένα σπίτι που η είσοδός του είναι στολισμένη με φρέσκα λουλούδια. Είναι το σπίτι της φίλης της: «Αν είχαν μείνει μέσα θα σώζονταν, το σπίτι δεν έπαθε τίποτα. Αλλά πού να ξέρεις τι να κάνεις εκείνη την ώρα; Πήρε την κόρη της και τις δύο εγγονές της κι έτρεξαν για να σωθούν. Δεν πρόλαβαν. Πέντε κι έξι χρόνων ήταν τα κοριτσάκια».

Διαβάστε όλο το κείμενο της Ντίνας Δασκαλοπούλου στην Εφημερίδα των Συντακτών εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: