13.4.11

Εφηµερίδες...


ΤOΥ ΛΕΥΤΕΡΗ Π. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Τετραήµερο χωρίς εφηµερίδες και ραδιοτηλεοπτικά δελτία ειδήσεων! Η χειρότερή µου. Δεν µπορώ να µην έχω, κάθε µέρα, την απόλαυση της εφηµερίδας και της τηλεόρασης. Αισθάνοµαι σαν να είµαι εγκιβωτισµένος στο σπίτι µου και να µην υπάρχει µια ρωγµή τόση δα, για ν’ αναπνεύσω! Ο µανιακός της περίπτωσης Λ. Μπουνιουέλ έγραφε ότι...είναι υπέροχο, µετά τον θάνατό σου, να σηκώνεσαι κάθε εβδοµάδα από τον τάφο σου και να σε περιµένει ένα πάκο εφηµερίδες, για να διαβάσεις!..

Ξέρω από πού κληρονόµησα αυτή τη «λύσσα» για τις εφηµερίδες. Ο πατέρας µου, µολονότι δεν είχε τελειώσει ούτε καν το Δηµοτικό Σχολείο, δεν µπορούσε να ζήσει χωρίς εφηµερίδα! Αγόραζε κάθε πρωί το «Ελεύθερον Βήµα», ακόµη και στα µεγαλύτερα µπατιρήµατά του. Και το διάβαζε ολόκληρο, τη νύχτα, µε τη λάµπα του πετρελαίου για φωτισµό. Βενιζελικός ώς το κόκαλο, από την εποχή που ήταν στο Ορφανοτροφείο της Πριγκίπου, διψούσε να µαθαίνει τα νέα για τον µεγάλο Κρητικό και τη δράση του. Γι’ αυτό µ’ έβγαλε και Λευτέρη. Εκείνη την εποχή (από το ‘36 και πέρα) δεν υπήρχε σπίτι στην Κρήτη, που να µη δίνει σ’ ένα παιδί το όνοµα του Βενιζέλου. Μερικοί, µάλιστα, το παρακάνανε: δεν τους αρκούσε το «Λευτέρης» – το όνοµα. Ο παπάς βάφτιζε µε το επώνυµο: «Βενιζέλος»! Και γνωρίζω πολλούς Κρητικούς, αλλά και Σαµιώτες και Σµυρνιούς, που ‘χουν για βαφτιστικό τους το «Βενιζέλος». Και ξέρω επίσης κι ένα λαϊκό τραγούδι, που το ρεφρέν του αρχίζει µε την έκφραση του καηµού ενός κοριτσιού, για κάποιον νέο: «Αχ, Βενιζελάκι µου…».

Ο πατέρας µου, λοιπόν,λίγο µετά την Κατοχή, επειδή δεν είχε φράγκο διάβαζε τις εφηµερίδες στο τζάµπα: ένας περιπτεράς, στη γωνία Αχαρνών και Χέυδεν, έξω από το Β’ Γυµνάσιο Αρρένων, κρέµαγε στον τοίχο τις εφηµερίδες της ηµέρας. Η λαθρανάγνωση πήγαινε σύννεφο. Πρώτος ανάµεσα στους λαθραναγνώστες ήταν ο πατέρας µου. Επιανε «δουλειά» από πολύ πρωί, για να είναι «πρώτο τραπέζι πίστα», µπροστά στον Τύπο!

Το «βίτσιο», που λέει και ο Τσένης – αγαπηµένος συνάδελφος µε πολυετή θητεία στη Ρώµη και νεαρός φίλος του Μπερλίγκουερ – το κόλλησα από τον πατέρα µου. Πριν χτυπήσει το κουδούνι για να µπούµε στο σχολείο, έπιανα κι εγώ «στασίδι» για το διάβασµα των εφηµερίδων, τουλάχιστον για ένα τέταρτο. Μεγαλώνοντας, άλλαξα χώρο για ανάγνωση: ένας φίλος µου είχε περίπτερο στην Πλατεία Κυριακού, απέναντι και λοξά από το «Λύκειον Αθηνά» και µου έδινε να διαβάσω, στη ζούλα όµως, γιατί η λαθρανάγνωση απαγορευόταν (πρόστιµα κ.λπ.)

όποια εφηµερίδα ήθελα. Και ταυτόχρονα µε κέρναγε κι ένα τσιγαράκι, από ανοιχτό πακέτο «Ασσο», που είχε για φίλους τρακαδόρους, όπως εγώ.

Πώς µπορώ λοιπόν, «σαράντα χρόνια φούρναρης», να ξεχάσω το «επάγγελµα»; Για µένα, Κυριακή χωρίς γήπεδο δεν είναι Κυριακή. Και, βέβαια, ζωή χωρίς εφηµερίδα – και τελευταία χωρίς και τηλεόραση – είναι ζωή χωρίς νοστιµιά. Και έχουν και µια υπέροχη µυρωδιά, τελείως δική τους, οι εφηµερίδες, ιδίως όταν είναι φρεσκοτυπωµένες και µόλις έχουν «σκάσει µύτη» από το πιεστήριο. Αυτά τα πρώτα φύλλα, µε τη µυρωδιά τους, περιµέναµε κάθε πρωί χαράµατα, τη δεκαετία του ‘60, µαζί µε τον Τσιτσάνη, µε καφέ, τσιγάρο και τάβλι, σε µια µικρή αυλή, δίπλα απ’ του Λαµπρόπουλου, στην οδό Λυκούργου, όπου υπήρχε ένα πιεστήριο…
TANEA

Δεν υπάρχουν σχόλια: