16.4.11

Στ’ άπλυτα, στ’ άπλυτα, Οµέρ Βρυώνη ...


ΤΗΣ, ΕΛΕΝΑΣ ΑΚΡΙΤΑ
ΜΕ ΛΕΝΕ ΠΕΓΚΥ που βγαίνει από το «Κυριακή» και πονάει η µέση µου! Η µέση µου, η µέση µου πονάει, µεσφάζει, µε σκοτώνει. Το κρακ το άκουσα πρώτη φορά όταν έσκυψα να βγάλω τα άπλυτα της κόρης µου απ’ τη βαλίτσα. Γιατί εµένα αυτό είναι το επάγγελµά µου. Αλλοι είναι γιατροί, άλλοι πυρηνικοί φυσικοί, άλλοι ελαιοχρωµατιστές. Εγώ ανοίγω... βαλίτσες, βάζω πλυµένα και βγάζω άπλυτα. Από τότε που θυµάµαι τον εαυτό µου. Γιατί εγώ τον θυµάµαι, ο εαυτός µου µε ξέχασε, καλή του ώρα εκεί που είναι… Βγάζω άπλυτα. Τα πλένω. Τα σιδερώνω. Βάζω τα πλυµένα. Φεύγουν.

Γυρίζουν. Βγάζω άπλυτα. Τα πλένω.

Τα σιδερώνω. Βάζω τα πλυµένα. Η µέση µου! Η µέση µου θα µε πεθάνει, αν δεν τη σκοτώσω πρώτα εγώ!

Σ’ αυτότο σπίτιόλοι λείπουν! Ο άντρας µουείναι εµπορικός αντιπρόσωπος – επισήµως. Ανεπισήµως έχει γκόµενα στον ∆οµοκό. Φεύγει, έρχεται, βάζω πλυµένα, βγάζω άπλυτα. Ο γιος µου διορίστηκε στα Φιλιατρά, η κόρη µου σπουδάζει στα Γιάννενα, ο µπαµπάς µου ζει στην Αλεξανδρούπολη, η µάνα µου στην Καστοριά, γιατίτης σπάειτα νεύρα ο µπαµπάς µου. Πέντεβαλίτσες άπλυτα. Γιατί εγώ δεν µετράω κεφάλια, σώβρακα µετράω!

Ρώτα µε ό,τι θες! Ρώτα µε για τα χρωµατιστά, γιατα ευαίσθητα, τα βαµβακερά, τα µάλλινα, τα παπούτσια, τις θερµοκρασίες, τα µαλακτικά, τα αποσκληρυντικά, τα απορρυπαντικά, τα υγρά, τις ταµπλέτες, τα λεκανάκια, τα µουλιάσµατα, την πρόπλυση, το ξέπλυµα, το στύψιµο.Ο,τι θες ρώτα µε, τις νικάω όλες! Πέντε βαλίτσες γεµάτες, ένα σπίτι άδειο! Αδεια, νέκρα, µούγκα! Ούτε στο φαράγγι της Σαµαριάς δεν κάνει τέτοιο αντίλαλο η φωνή σου!

∆εν έχω µε ποιον να µιλήσωκαι µιλάω µε τα άπλυτα. Η καλύτερή µου φίλη είναι µια µπλούζα φλοράλ, ωραιότατη. Σ’ αυτήν ανοίγω την καρδιά µου, σ’ αυτήν λέω τον πόνο µου. Ιδανική ακροάτρια η φλοράλ, δεν µε διακόπτει ποτέ! Προχτέςπάλι είχαπιάσει ψιλή κουβέντα µε ένα φανελάκι:

– Πού τον έκανες βρε εσύ τον λεκέ από αίµα; Οτι θαµου απαντήσει τώρα το φανελάκι «κόπηκα στο ξύρισµα»!Τρελά πράγµατα από τρελή γυναίκα! Τι περιµένεις όµως από άνθρωποπου τον βάφτισαν Κυριακή και τον φωνάζουνΠέγκυ; Ρώτησα µιαφορά τη µάνα «πώςβγαίνει το Πέγκυ από το Κυριακή». «Κυριακή λέγαν την πεθερά µου και οι υπόλοιπες µέρες ήταν αγκαζέ!». Γιατί υπήρχε βλέπεις καιτο ενδεχόµενο να µε φωνάζουν Πέµπτη! Από µουρλή µάνα τι περίµενες; Μουρλή κόρη που µιλάει στις σωβρακοφανέλες! Εδώ, λέµε,ήρθε υδραυλικός, µ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω αγκαλιά µε το κοµπινεζόν και µε πέρασε για φετιχίστρια! Τι να τουπω εγώ τώρατου ξένου ανθρώπου; Πώς να του εξηγήσω για πέντεαπόντες µε πέντε βαλίτσες;

Μια ώρα τώρα κάθοµαι και χαζεύω το καρό το µποξεράκι! Πού βρέθηκε µες στη µέση του διαδρόµου; Πώς το ‘σκασε από το συρτάρι µε τα εσώρουχα και διέσχισε το µισό σπίτι; Θα µου πεις αντέχεται και το συρτάρι; Εγώ που είµαι κλειστοφοβική και µόλις δω ασανσέρ το πάω 10 ορόφους ποδαράτο, το καταλαβαίνω απόλυτα!Αλλά ειδικάαυτό το καρό το µποξεράκι έχει µια µελαγχολία. Πάντα καταχωνιασµένο στις γωνίες. ∆έκαφορές βόλταφέρνω τον κάδο του πλυντηρίου για να το ξετρυπώσω. ∆εν είναι κοινωνικό και πολύ µε πικραίνει... Να παίξει λίγο µε τα άλλα µποξεράκια της ηλικίας του, να ερωτευτεί και καµιά κιλοτίτσα... Πάντα µόνο του, πάντα παραπεταµένο... Λεςκαι το λένεΠέγκυ που βγαίνει απ’ το Κυριακή... ΜΕ ΛΕΝΕ ΠΕΓΚΥ που βγαίνει απ’ το Κυριακή. Τοεπάγγελµά µουείναι να βγάζω άπλυτα από βαλίτσες ανθρώπων που δεν βλέπω ποτέ. Εχειµια σταθερότητα αυτός ο κλάδος, µια σιγουριά. Πληµµύρες να γίνουν, σεισµοί, καταποντισµοί, πυρηνικά, εκλογές, λιτότητες, απεργίες, ανεργίες – τοβρώµικο πάνταθα είναι βρώµικο. Πάντα θα θέλει πλύσιµο. Πάντα θα ξαναβρωµίζει. Με γαληνεύει αυτός ο αέναος κύκλος. Μοιάζει λίγο µετο µαρτύριοτου Σίσυφου, αλλάδεν βαριέσαι!Ολα µια συνήθεια είναι... Ακόµα και η µέση µου... Αυτός ο οξύς πόνος στη µέση µια συντροφιά είναι κι αυτός... Κάτι που µου θυµίζει πως είµαι ζωντανή...

Με λένε Πέγκυ κι είµαι από τρελή γενιά Χιλιάδες µάτια µε κοιτούν απόµακριά Και µου µετράνε της ζωής µου τα κεριά...
ΤΑΝΕΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: