29.10.16

Ο δωσιλογισμός στο απυρόβλητο;...


«Εγνώσθη εις τον λαόν ότι ο γερμανός διοικητής σκοπεύει να αντικαταστήση τον νομάρχην δι’ εμού. Πλείστοι με συμβουλεύουν να αναλάβω, έτεροι όχι»

Βαΐτσης Βάγιας (προσωπικό ημερολόγιο, εγγραφή της 8/2/1944)

Tο δικαστικό ημερολόγιο...
παίζει καμιά φορά περίεργα παιχνίδια.

Παραμονή της 28ης Οκτωβρίου επρόκειτο να εκδικαστεί -χθες- στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών η αγωγή των παιδιών ενός κατοχικού νομάρχη εναντίον ελληνικού εκδοτικού οίκου και μιας ξένης πανεπιστημιακού, για την επιδίκαση αποζημίωσης 300.000 ευρώ προκειμένου να αποκατασταθεί η «τιμή και υπόληψή» τους, που (υποτίθεται ότι) έχουν θιγεί από την απλή υπενθύμιση της κατοχικής πολιτείας (και μεταπολεμικής ατιμωρησίας) του εκλιπόντος γονιού τους.

Εκ πρώτης όψεως, η υπόθεση θυμίζει την προπέρσινη δίωξη του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ για τις (όντως προβληματικές, από επιστημονική και πολιτική άποψη) διατυπώσεις του σχετικά με την αντίσταση των Κρητικών στη ναζιστική εισβολή και κατοχή.

Η δίωξη εκείνη, με τον «αντιρατσιστικό» Ν. 4285/2014 που ποινικοποιεί την «άρνηση γενοκτονιών», έληξε ως γνωστόν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: τη ρητή αναγνώριση από το δικαστήριο της αντισυνταγματικότητας της παραπάνω διάταξης, ως αντίθετης στην ελευθερία του λόγου και της επιστημονικής έρευνας, και τη συνακόλουθη απαλλαγή του Γερμανού ιστορικού.

Τούτη τη φορά τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά, αλλά εξίσου προβληματικά.

Κατ’ αρχάς, το λογοκριτικό εγχείρημα δεν στηρίζεται σε μιαν άκρως αμφιλεγόμενη διάταξη ενός ειδικού νόμου αλλά στο άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα περί «προσβολής της προσωπικότητας»· η σχετική δε πρωτοβουλία ανήκει όχι στο ελληνικό κράτος, αλλά αποκλειστικά και μόνο σε ιδιώτες –τα τέκνα του «θιγόμενου».

Μαζί με την άρση της υποτιθέμενης «προσβολής του ονόματός τους» από τη μνεία περιστατικών πασίγνωστων στην τοπική κοινωνία, οι ενάγοντες ζητούν επί της ουσίας να επιβληθεί δικαστικά στους ιστορικούς η υποχρεωτική συμμόρφωσή τους με την εκδοχή που τα στελέχη της κατοχικής «Ελληνικής Πολιτείας» πρόβαλλαν για τις επιλογές και τη δράση τους.

Ποια «προσβολή»;

Η Σύρος το 1940 | ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το 2013 κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο «Αλεξάνδρεια» το βιβλίο της Αγγλίδας ιστορικού Σίλα Λεκέρ «Το νησί του Μουσολίνι. Φασισμός και ιταλική κατοχή στη Σύρο».

Πρόκειται για την ελληνική μετάφραση της διδακτορικής διατριβής της, που είχε εκδοθεί το 2009 στο Λονδίνο, βασισμένη κυρίως στο πλούσιο αρχείο που άφησε πίσω της η ιταλική κατοχική διοίκηση.

Μερικούς μήνες αργότερα (4/4/2014), τρεις Ελληνες πολίτες υπέβαλαν αγωγή κατά της συγγραφέως, του εκδοτικού οίκου και του εκδότη, ισχυριζόμενοι ότι το βιβλίο «προσβάλλει βάναυσα τη μνήμη» του εκλιπόντος από το 2003 πατέρα τους Βαΐτση Βάγια, νομάρχη Κυκλάδων κατά τους τελευταίους μήνες της γερμανικής κατοχής του νησιού, «με ψευδείς, προσβλητικές και ονειδιστικές αναφορές στο πρόσωπό του, αλλά και με σκαιούς χαρακτηρισμούς όπως “δωσίλογος” και “κουίσλινγκ».

Ενάγοντες είναι ο μηχανολόγος Ιωάννης Βάγιας, η συνταξιούχος διευθύντρια του ΕΛΟΤ Ελένη Βάγια και η συνταξιούχος διευθύντρια του Ελληνικού Οργανισμού Εξωτερικού Εμπορίου, Ασπασία Βάγια –απόφοιτες, οι δύο τελευταίες, ελβετικών πανεπιστημίων.

Την αγωγή συνέταξε ο δικηγόρος Αντώνης Βγόντζας –ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, γενικός γραμματέας υπουργείων στις κυβερνήσεις Ανδρέα Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη, υποψήφιος βουλευτής του κόμματος το 2015 και μέλος του ΕΣΡ μεταξύ 1989 και 1994.

Αριστερά, το επίμαχο βιβλίο. Δεξιά, το τοπικό περιοδικό με το ημερολόγιο και τα απομνημονεύματα του Βαΐτση Βάγια, με προπολεμική φωτογραφία του (1927) στο εξώφυλλο
Θα περίμενε κανείς ότι το κείμενο που προκάλεσε την αντίδραση των θιγμένων κατιόντων αποτελεί τυπικό δείγμα καταγγελτικού λόγου, τόσο συχνού άλλωστε στις δημόσιες συζητήσεις για τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στην Κατοχή. Αμ δε!...

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο efsyn.gr πατώντας ΕΔΩ





Δεν υπάρχουν σχόλια: