15.8.18

Η μόνη των Αθηνών Παναγία...

Δεκαπενταύγουστος, εννιά το πρωί. Βγάζω τη Σπίθα βόλτα στη Γιάννη Σταθά, με τραβάει απ' το λουρί να προλάβει μια γάτα που...
τρέχει μπροστά. Μια γειτόνισσα μας βλέπει με το που βγαίνει απ' την πολυκατοικία, "χρόνια πολλά!", μου φωνάζει όπως με σέρνει το σκυλί, "ευχαριστώ", απαντάω μηχανικά. Που ξέρει πώς με λένε; Εγώ ούτε να την έχω ξαναδεί δε θυμάμαι. 

Προχωρώ προς την Αναγνωστοπούλου, δεύτερος γείτονας εν όψει, "χρόνια πολλά" μου λέει κι αυτός εορταστικά, τον κοιτάζω όλο απορία, "ευχαριστώ", λέω ξανά και κοντοστέκομαι, αλλά η Σπίθα με τραβάει μια στιγμή πριν βρω έναν ευγενικό τρόπο να ρωτήσω πού με ξέρει. Ψάχνω για ανοιχτό καφέ με το μηχανάκι. Στο Φίλιον ένα αδειο πεζοδρόμιο - τραπεζάκια μέσα σήμερα. 

Ενας τσιγγάνος στη Σκουφά σέρνει ένα καρότσι μ' έναν απορροφητήρα μακαρίως στη μέση του δρόμου και δεν του κορνάρει κανείς. Τον προσπερνώ στο ρελαντί, κοιτάζω δεξιά μήπως έρχεται κανείς ανάποδα στο φανάρι της Ηρακλείτου. Απ' το δεύτερο όροφο ένας τύπο με σώβρακο αδειάζει απ' το μπαλκόνι έναν κουβά βρωμόνερα στο πεζοδρόμιο από κάτω. Ο σκυλος του, ένας φουντωτός, ασπρόμαυρος γίγας, επιδοκιμάζει γαυγίζοντας σκαρφαλωμένος στο κάγκελο. Στρίβω στην πλατεία Κολωνακίου. Ούτε περιστέρια στα σοφά κεφάλια των αγαλμάτων δεν έχει. 

Η κολώνα του Ντα Κάπο έρημη, ο Πέρρος δίπλα ανοιχτός αλλά ολοσκότεινος κάτω απ' τις τέντες. Στο παγκάκι της καντίνας, μια γυναίκα με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Το μωρό στην αγκαλιά της σπαράζει στ' αναφιλητά. Μυξες στα ρουθούνια, σεντόνι αντί για ρούχο. Η γυναίκα του χαιδεύει το κεφάλι. Αρχίζει να του τραγουδάει σε κάποια ξένη γλώσσα, ακατάληπτη. Για μια στιγμή το παιδί ησυχάζει, κι ύστερα οι καμπάνες του Αγίου Ισιδώρου ξεκινούν να χτυπούν. Στο ρελαντί διασχίζω στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Ανθρωπος πουθενά. Aλλά να! Ενα καφέ στο βάθος ανοιχτό, κόσμος απ' έξω. Παρκάρω, μπαίνω μέσα, κοσμοσυρροή, και "χρόνια πολλά" ακούγεται από παντού. Δε μιλούν σ' εμένα, γκαρσόνια και πελάτες, ανταλλάσσουν ευχές μεταξύ τους. Νέα ήθη σκέφτομαι, έγινε ο Δεκαπενταύγουστος Πάσχα. Λέω δειλά "χρόνια πολλά" στον ταμία. "Ωραία η Αθήνα το Δεκαπενταύγουστο", μου λέει όπως μου δίνει τον καφέ, "Ωραία", απαντάω. Αναγνωρίζω στο μάτι του το βλέμμά της αλεπούς με τα κρεμαστάρια, που δε μπόρεσε να πάει πουθενά, και κανει το χαρούμενο στους άλλους που έμειναν πίσω - πιθανώς να βλέπει κι αυτός το ίδιο στο δικό μου μάτι. 

Οι καταραμμένοι του Δεκαπενταύγουστου: πένητες και μισάνθρωποι, χωρίς το ένα ν' αποκλείει το άλλο, ακροβολισμένοι στα στενά των Αθηνών. Και κάτι αλαφροίσκιωτοι, που είναι πάντα εδώ, αλλά τις άλλες μέρες δεν τους βλέπεις μεσ' το ποτάμι της πόλης...

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ...
Μαρίλη Μαργωμένου
lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: