16.8.18

Μοναξιές. Ελευθεροτυπία, 1993...


   Στάθης Τσαγκαρουσιανος

H γυναίκα που καθαρίζει το σπίτι με στρίμωξε τις προάλλες στην κουζίνα: «Να παντρευτείς, αγόρι μου. Τα άτιμα τα χρόνια φεύγουν σαν πυρετός — να παντρευτείς, να ’χεις έναν άνθρωπο να σε προσέχει, να κάνεις οικογένεια, ν’ ακουστεί κλάμα εδώ μέσα…».
Την άκουγα και σκεφτόμουν ότι...
δεν έχει ιδέα oυτε τι ζω ούτε τι είμαι. Άλλ’ ως προς το κλάμα, δόξα τω θεώ, έχει ακουστεί άφθονο εδώ μέσα.
Τώρα τελευταία βέβαια ακούγονται και διάφοροι δίσκοι, τηλεφωνήματα, πού και πού κανένα χάχανο και αργά τις νύχτες, ο βόμβος της τηλεόρασης — αλλά κι αυτά ένα είδος κλάψας είναι.
Της είπα να μου φτιάξει λαχανοντολμάδες και βγήκα. Ήταν ένα ζεστό απόγευμα. Οι δρόμοι έβραζαν, και χάζεψα τα ζευγά­ρια. Άλλα σέρνονταν κουρασμένα με μια ήσυχη απόγνωση στο πρόσωπο, άλλα ήταν ναρκωμένα — φιλιόντου­σαν και έσφιγγαν το μπράτσο του φίλου τους, σαν άνθρωποι που πιάνονται από έπιπλα για να μην πέσουν, σε ώρα θαλασ­σοταραχής.
Κοίταζα τις βιτρίνες —αμέριμνος και μόνος— και σκεφτόμουν τα παλιά. Τις οικογένειες-στρατούς στη γειτο­νιά μου —ένα ιλιγγιώδες πλέγμα από συγγενείς, θείους, ξαδέλφια, καλοκαίρια, απομεσήμερα και μπάνια— σαν γαλλικό μυθι­στόρημα! Και τη δική μου οικογένεια, που από τη στιγμή που φτιάχτηκε προσπαθούσε να διαλυθεί.
Και τελικά, διέλυσε εμένα.

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο, ΕΔΩ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: