11.5.18

Ο ρατσισμός κάτω από μεταξωτό πέπλο...

Ο σπόρος του ρατσισμού έχει πέσει στα χώματα της Ευρώπης από παλιά και μόλις τα τελευταία χρόνια γίνεται ανθώνας. Δεν μας το θυμίζει αυτό μια ταινία για την έκρηξη του ρατσισμού στη χιτλερική Γερμανία, στη μήτρα του φασισμού, αλλά ένα...
κινηματογραφικό ανθάκι για την εξευγενισμένη σκανδιναβική κοινωνία. 

Η καταγωγή των Σάμι είναι από τα ωραιότερα έργα στην κινηματογραφική περίοδο που διανύουμε. Μια ταινία δομημένη με έμπνευση, με αισθητική, με τρυφερότητα, αλλά και με ώμο αποκαλυπτικό ρεαλισμό από μια νεαρή κυρία του ευρωπαϊκού σινεμά. 

Είναι η 32χρονη μιγάδα Αμάντα Κέρνελ (ο πατέρας της Σάμι, δηλαδή Λάπωνας, η μητέρα της Σουηδή) που σηκώνει το μεταξωτό πέπλο του καθωσπρεπισμού από την ευγενική κοινωνία της Σουηδίας και μας αποκαλύπτει το ρατσιστικό πρόσωπο του απώτατου ευρωπαϊκού βορρά στη δεκαετία του ’30. Ενός ρατσισμού που στην ουσία του, στο μεδούλι του, ελάχιστα διαφέρει από το ρατσισμό του αμερικανικού Νότου στην ίδια δεκαετία –και, φυσικά, όχι μόνο σε αυτήν.



Η Έλε Μάργια που γίνεται Κριστίνα

Οι Σάμι είναι αυτόχθονες της Λαπωνίας, της βορειότατης περιοχής της Σκανδιναβίας που εκτείνεται στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στη Νορβηγία αλλά και στη Ρωσία. Οι κάτοικοί της –κάτοικοι μιας καταπληκτικής φυσικής ομορφιάς– αγρότες και κτηνοτρόφοι, εκτροφείς ταράνδων στην πλειονότητά τους, δεν έχουν αφομοιωθεί, από τη σουηδική κοινωνία. Παρίες, απομονωμένοι, με τα παιδιά τους να μαθαίνουν γράμματα σε οικοτροφείο, εκεί όπου βρίσκουμε τις δυο αδερφές της ιστορίας. 

Η μία, η Νιένα, συμβιβάζεται με αυτό που είναι: με τη λαπωνική της καταγωγή. Και την υποστηρίζει. Η άλλη, η Έλε Μάργια, αφού υφίσταται τις ταπεινώσεις του ρατσισμού, προσπαθεί να αποκηρύξει την ταυτότητά της, τη γλώσσα της, τα ρούχα τής φυλής της (κυριολεκτικά τα καίει). Ακόμα και το όνομά της: γίνεται Κριστίνα! Μια συνειδητή βιασμένη μετάλλαξη, ένας αυτοπροσδιορισμός που την αφήνει μετέωρη: ούτε καθαρή Σάμι είναι ούτε αυθεντική Σουηδή.

«Έναν σκοτώνεις, δέκα φυτρώνουν»

Ώσπου να γίνει αυτό, η ταπείνωση έχει αγγίξει τα όρια της ανοχής και της αντοχής της. Ακούει να αποκαλούν τους ομοεθνείς της «βρομοσάμι», που «έναν σκοτώνεις, δέκα φυτρώνουν», τους χαρακτηρίζουν μπροστά τους «ζώα» και στο οικοτροφείο η πανέμορφη ξανθιά δασκάλα με το αγγελικό πρόσωπο απαγορεύει στα παιδιά (όλα κορίτσια) να συνομιλούν στη γλώσσα τους. 



«Εδώ μιλάμε μόνο σουηδικά», λέει. Και όταν κάποια στιγμή η 14χρονη Έλε Μάργια (η καλύτερη και εξυπνότερη μαθήτριά της όπως έχει φανεί στην κινηματογραφική εξιστόρηση) της εκμυστηρεύεται ότι θέλει να σπουδάσει στην Ουψάλα, αυτός ο ξανθός άγγελος του πολιτισμού και της παιδείας εμέσει στο πρόσωπο της μαθήτριας τα κόμπλεξ της ανωτερότητάς της. Δεν σπουδάζουν τα παιδιά από τέτοια σχολεία, δηλαδή σαν αυτό του οικοτροφείου, της λέει. 

Τη συμβουλεύει να μείνει εκεί που είναι, να βοηθήσει τους γονείς της στην εκτροφή των ταράνδων, γιατί –στο κάτω κάτω– εσείς δεν μπορείτε να σπουδάσετε ούτε μπορείτε να προσαρμοστείτε στη ζωή της πόλης, δεν το επιτρέπει ο εγκέφαλός σας, επειδή –τους λέει– τα μυαλά σας είναι μικρά.

Τα μυαλά τους μικρά! Από πού τεκμαίρεται αυτό; Μα φυσικά από στην επιστημονική μελέτη που γίνεται πάνω στα κορίτσια του οικοτροφείου. Πριν μιλήσει για μικρά μυαλά, η δασκάλα (της οποίας αρέσει η ποίηση, η πνευματική ποιότητα του μαθήματος, και σε αυτό η Έλε Μάργια είναι όσο καμία άλλη στην τάξη δεκτική) έχουμε δει την επιστημονική (επιστημονική, όμως;) ομάδα των πούρων Σουηδών να καταφθάνει με βλοσυρά πρόσωπα, όργανα μέτρησης και έναν φωτογράφο (κάθε άνοιγμα του φλας συνοδεύεται από βόμβο, με ένταση πυροβολισμού) για να ελέγξει τις διαστάσεις του κρανίου των κοριτσιών Σάμι, το μήκος της μύτης τους, τη στοματική τους κοιλότητα, τη γλώσσα, τα δόντια –όπως θα έλεγχε ένας αγοραστής αλόγου την υγεία του από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά. 

Ακολουθεί το ξεγύμνωμα των κοριτσιών, που γίνεται σχεδόν βίαια όταν η μικρή αντιστέκεται, για να ελέγξουν και να φωτογραφίσουν τα γυμνά σώματα αυτών των «περίεργων» όντων, των Σαμί. Τέτοια ταπείνωση, τέτοιος βιασμός. Και μετά...

Παγωμένο πρόσωπο, ευθύ βλέμμα

Και μετά, η φυγή της Ελε Μάργε, η αποποίηση των όποιων γνωρισμάτων της φυλής από την ίδια, η απόδραση στον κόσμο του σκανδιναβικού πολιτισμού, οι απορρίψεις, η αναζήτηση χρημάτων για τις σπουδές στην πόλη, οι ταπεινώσεις από άλλους Σουηδούς με τη διάτρητη κρούστα της ευγένειας στα πρόσωπα ή στη συμπεριφορά τους, και τελικά η επιβίωση. Γιατί είναι πλασμένη από γρανιτένια δύναμη που αποτυπώνεται αδρά στο υπέροχα παγωμένο πρόσωπό της (που ελάχιστες φορές ζεσταίνεται από ίχνη χαμόγελου) και εκπέμπεται από εκείνο το πεισματικό βλέμμα που μένει πάντα ευθύ, πάντα ψηλά, ποτέ χαμηλωμένο.

Ξαναβλέπουμε την Έλε Μάργια, ως Κριστίνα πια, στο παρόν, γηραιά κύρια, πραγματική Σουηδή, με ένα γλυκά ρυτιδωμένο πρόσωπο (το θαυμάζουμε σε ορισμένα εξαιρετικά γκρο πλαν), το ίδιο αράγιστο από συναισθήματα, με απαράλλαχτα ευθύ και πεισματικό βλέμμα, όπως εκείνο στα 14 χρόνια της. Ξαναπάει –από τότε– μετά από δεκαετίες στη Λαπωνία για να παραβρεθεί με την οικογένειά της στην κηδεία της αδερφής της, της Νιένας, με την οποία δεν διατηρούσε οποιαδήποτε επικοινωνία. Το κάνει απρόθυμα και το δείχνει κάθε στιγμή γιατί έχει ασκήσει το αναφαίρετο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, ακόμα και της εθνικής της ταυτότητας. 

Δεν απαντάει όταν μακρινοί συμπατριώτες τής απευθύνονται στη γλώσσα των Σάμι, παρακολουθεί από μακριά την τελετή, αρνείται να φιλοξενηθεί για το βράδυ σε σπίτι συγγενών και καταφεύγει μόνη να διανυκτερεύσει σε ένα ξενοδοχείο θέρετρο όπου συνυπάρχει με εκδρομείς Σουηδούς που βρίσκονταν εκεί για να ξεκουραστούν αλλά ενοχλούνται, της είπαν, από τους άξεστος ντόπιους εκτροφείς ταράνδων που κινούν θόρυβο, είναι κενοί και παίζουν όλη την ώρα χαρτιά.

Οι «Σουηδοί Δημοκράτες» με το υψηλό ποσοστό

Δεν ξέρω, δεν μπορώ να ερμηνεύσω, αν στο το «συγγνώμη» που λέει η Κριστίνα στο τέλος, στο ανοικτό φέρετρο της αδελφής της (πάει μόνη της τη νύχτα στην εκκλησία για να το κάνει) είναι και συνολική μετάνοια για τη στάση ζωής απέναντι στη φυλή της. (Μια κυρία δίπλα μου, στο Τριανόν, είπε «μισό έργο, δεν έχει τέλος, δεν μας λέει τι απόγινε»!) 

Το σίγουρο είναι ότι «Η καταγωγή των Σάμι» είναι μια ταινία που αποκαλύπτει με πολύ έντονο τρόπο κρυμμένες αδικίες της δυτικής κοινωνίας, ίσως και της πιο ποιοτικής πολιτιστικά, και εξηγεί γιατί η ακροδεξιά βρήκε παλιούς σπόρους για να φυτρώσει τόσο δυναμικά στην Ευρώπη. Πριν από δυο χρόνια, το 2016, το ξενοφοβικό κόμμα Σουηδοί Δημοκράτες μετρήθηκε στις δημοσκοπήσεις με 21,5% (έναντι 25,7% του σοσιαλδημοκρατικού που βρίσκεται στην εξουσία). 

Η άνοδός του αποδίδεται στο μεγαλύτερο σε ευρωπαϊκό επίπεδο ποσοστό (αναλογικά με τον αριθμό των κατοίκων) μεταναστών που δέχτηκε η χώρα. Όλοι αυτοί οι ξενόφερτοι φαντάζουν για τη σουηδική κοινωνία σαν «εισβολείς». Δεν νιώθουν το ίδιο για τη δική τους «εισβολή» στη Λαπωνία, στη γη των Σάμι.

Δ.Β.

harddog-sport.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: