29.4.11

Γιατί προτιμούσα τον Θωμά Εντισον...


Του Γιάννη Ξανθούλη

...Ευτυχώς που το Πάσχα πέρασε γρήγορα ή έτσι μου φάνηκε.
Φυσικά είδα τα παραγεμίσματα των εφημερίδων με το «αναστάσιμο θαύμα» και πώς η «Πίστη» μπορεί να βοηθήσει στη λοξοδρόμηση της γενικότερης νευρασθένειας. Διάβασα και ... σχετικά γκάλοπ, με πλήθος σοβαροφανών ανοησιών πλαισιωμένων με μεγαλοπαπάδες και άλλα τέτοια γιορταστικά ξεράσματα.

Τι να πεις! ΕΔΩ καράβια χάνονται και οι κανδηλανάφτες χτενίζονται. Τέλος πάντων, αφού έτσι βολεύεται το αίσθημα της παράδοσης (άνευ όρων) καλώς έγιναν όπως έγιναν. Ωστόσο, αύριο, Κυριακή του συμπαθούς Θωμά, θα πέσει η προβοκάτσια -σικέ εννοείται- της ελαφράς αμφισβήτησης. Γιατί ο έρμος ο Θωμάς, ως νορμάλ άνθρωπος, έφριξε όταν έμαθε ότι ο αποθανών πήρε τα βουνά και τα σύννεφα. Αλλά σιγά που η παμπόνηρη Εκκλησία θα άφηνε το θέμα ξεκάρφωτο. Δόθηκαν εξηγήσεις, συγγνώμες, δάκρυα και αναστεναγμοί και ο Θωμάς διεκδίκησε μια ολόκληρη Κυριακή για πάρτη του!

Αυτά τα ωραία λοιπόν για να περνά η ώρα και να στρώνουν επιδερμίδα οι ρασοφόροι και οι θαυμαστές τους. Από δω και πέρα να δούμε τι γίνεται, που όσο πάει αγριεύει η κατάσταση, γιατί έχουμε και τον κύριο της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ που κινδυνεύει, απ' ό,τι ακούω δηλαδή, να αποκαθηλωθεί απ' το «δίκιο του εργάτη». Κι ο πατέρας μου ήταν στη ΔΕΗ, από τη γέννησή της μάλιστα, όμως δεν θυμάμαι πολλά από την όντως αναπάντεχη -σχετικά- ευημερία εκείνων των μακρινών ημερών της νεότητας. Κυρίως τα ωραία ημερολόγια που χάριζε η ΔΕΗ, στα τέλη του πενήντα και αρχές του εξήντα στους υπαλλήλους της, μου έρχονται στο νου και κάποιες εκδρομές στην Εκθεση της Θεσσαλονίκης.

Αυτά όντως ήταν πρωτόγνωρα πράγματα για εκείνες τις νηστίσιμες εποχές. Δικαιολογημένα λοιπόν περνιόμασταν για προνομιούχοι όσοι συγγενεύαμε με τη ΔΕΗ πριν από μισό, πάνω-κάτω, αιώνα. Αστραπή έφυγαν τα χρόνια κι ο Θωμάς συνεχίζει να έχει τις ενστάσεις του, παρά τη διαβεβαίωση ότι ο Χριστός -ΕΚΤΟΣ που σταυρώθηκε για σας (εκτός εμού)- γλίτωσε από το θάνατο σπάζοντας τα νεύρα των θανατοφυλάκων αρχαγγέλων. Οι λοιποί συγγενείς εντός του τάφου βρίσκονται στο «περίμενε», αν και, όπως ισχυρίζεται ο κ. Παπακωνσταντίνου, η Δευτέρα Παρουσία μαγειρεύεται. Τουλάχιστον αυτό το αεικίνητο αγόρι δείχνει αμετανόητα αισιόδοξο.

Ελαμψε η Αθήνα από την απουσία των εξοδούχων, παρ' όλο που οι παλιές μέρες της πασχαλινής απόλυτης ερημιάς πέρασαν ανεπιστρεπτί. Ολο και κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες πληβείων σέρνονται στους δρόμους, βοηθώντας την παραοικονομία, αλλά και το ξελασκάρισμα της λίμπιντο προς πάσα ευγενή κατεύθυνση, με τις ευλογίες του συμπονετικού υπουργείου του κυρίου Παπουτσή (Παπουτσή απ' τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο, προς εντελώς τρύπιο). Εκτός από λαθραία τσιγάρα, μπορείτε να προμηθευτείτε ΚΑΙ λαθραία προφυλακτικά, αν το φέρει ο δρόμος σας. Αυτά προφανώς απασχολούν και τους ψυχρόαιμους Φινλανδούς μες στη θαλπωρή της σάουνας και υπερθεματίζουν τα λεγόμενα του Τίμο Σόινι, αρχηγού των «Αληθινών Φινλανδών», της παράταξης που ακούει... Ελλάδα και παθαίνει αναφυλαξία, με την προοπτική «βοήθειας» και άλλα τινά... Φυσικά έπεται συνέχεια, την οποία θα γνωρίσουμε από κοντά συντομότατα κι εμείς, όσο κι αν διαφημίζουμε την «πατροπαράδοτη ελληνική φιλοξενία» κι άλλα κουραφέξαλα που δεν πείθουν. Από τη στιγμή που η Ιαπωνία εξελληνίστηκε (ως προς την αναισθησία), γιατί να αργοπορήσει κι ο δικός μας εκφινλανδισμός;

Για πολλοστή φορά -αχ αυτές οι αφελείς εμμονές- ψελλίζω τους στίχους του Κ. Ντούμου σε μουσική Χατζηνάσιου, όπως κάποτε τους τραγούδησε η Τάνια:

«Μετά το Πάσχα μοναχά

πέφταμε μέσα στα γραπτά

άδειαζε ο δρόμος

διάβασμα μέχρι το πρωί

και μόνη μας απαντοχή

ο ταχυδρόμος...».

Αλλά όπως έγραφα στο βιβλίο μου «Η εκδίκηση της Σιλάνας», «...η ωραία περίοδος μετά το Πάσχα ακόμη και σήμερα, με απόσταση ασφαλείας μισού αιώνα, όπου οι πασχαλιές, οι αχλαδιές και οι βυσσινιές προσκαλούν σμήνη μελισσών να μεθύσουν από το άρωμά τους, με συγκινεί βαθύτατα. Ετσι, την μετά το Πάσχα εποχή, στα 1960, παρασυρόμουν σε μελαγχολικές ερωτικές παλίρροιες, ειδικά τις μεσημεριάτικες ώρες, που εξακολουθούν να 'ναι οι καλύτερές μου, χειμώνα - καλοκαίρι».

Τότε είχα και ερωτική αλληλογραφία με μία εξ Αθηνών - Παγκρατίου... Λίλη. Δυστυχώς, δεν συνεχίστηκε το ειδύλλιο, οπότε ανάγκασα τον δεκατριάχρονο εαυτό μου να εκφραστεί ποιητικά:

«...Κι αν δεις τη Λίλη

πες της πως την ξέχασα

"Χριστός Ανέστη"

μου 'στειλε μια κάρτα

μα την έχασα».

Το βρήκα εξόχως σπαρακτικό αλλά της άξιζε και μου άξιζε. Υστερα πέρασε πολύς καιρός και φτάσαμε αισίως στην Πρωτομαγιά. *
enet.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: