24.11.25

Ο Τσίπρας περιγράφει την πρώτη μέρα στο Μαξίμου...


Η απουσία Σαμαρά, ο Κωσταράκος και η μακαρονάδα με κιμά του Τάκη από την Καλαμάτα...

Ανάμεσα σε ένα τηλεφώνημα από τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ για ένα τραγικό συμβάν, με νεκρούς Έλληνες αεροπόρους, και στη μακαρονάδα με κιμά που του σέρβιραν επειδή του ήρθε... λιγούρα, ο Αλέξης Τσίπρας διηγείται το πώς πέρασε την πρώτη του ημέρα στο γραφείο, ως νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας. Η παραδοχή ότι δεν ήξερε τι να πει στον ΑΓΕΕΘΑ ακούγοντας ότι είχαν σκοτωθεί ένοπλοι φρουροί της πατρίδας, αποτυπώνει το μέγεθος της άγνοιας που διέκρινε τον Αλέξη Τσίπρα, σε πλήρη αντίθεση με τις προεκλογικές μεγαλοστομίες του (πχ «εμείς θα βαράμε το νταούλι και οι αγορές θα χορεύουν»). Επίσης, σε μια παραλλαγή της, θρυλικής πλέον, ατάκας της Μπέττυς Μπαζιάνα περί κατάληψης των «αρμών της εξουσίας», ο Αλέξης Τσίπρας εκφράζει, στοχαστικά, το ίδιο παράπονο ως εξής: «Μια εξουσία για την οποία δεν είχα ιδέα πώς λειτουργεί, τα μυστικά της που ενδεχομένως να μην τα κατάλαβα -και να μην την κατέλαβα και ποτέ [σσ: την εξουσία]».


Περιγράφει ο πρώην πρωθυπουργός:


Το Μέγαρο της εξουσίας να ανοίγει σε έναν Πρωθυπουργό που ιδεολογικά και πολιτικά πρόσκειται στους ηττημένους του Εμφυλίου και όλως παραδόξως για τα ελληνικά πολιτικά ήθη δεν είναι γόνος κάποιας μεγάλης πολιτικής οικογένειας, ούτε έστω κάποιας γνωστής οικογένειας της μεγαλοαστικής τάξης. Και να ήταν μόνο αυτό το «πρόβλημα»! Ήμουν ταυτόχρονα και ο πρώτος Πρωθυπουργός στην Ιστορία της χώρας που πήγε στο Προεδρικό Μέγαρο χωρίς να ορκιστεί στο Ευαγγέλιο. Δεν άλλαξα τις αρχές μου, δεν προσποιήθηκα ότι είμαι κάποιος άλλος για να κερδίσω συμπάθεια και ψήφους, και όλο αυτό με έκανε περήφανο. Αλλά ταυτόχρονα με βασάνιζε κιόλας. Αναρωτιόμουνα πώς θα μπορέσω να παραμείνω ο εαυτός μου, χωρίς όμως αυτό να προκαλέσει ερωτήματα στον λαϊκό κόσμο ή να δημιουργήσει θεσμικές τριβές.

Για να εξομαλύνω, λοιπόν, κάπως αυτή τη δύσκολη συνθήκη, σκέφτηκα ότι αμέσως μετά την ορκωμοσία και πριν την εγκατάστασή μου στο Μαξίμου, θα ήταν σωστό να συναντήσω τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, στέλνοντας ένα μήνυμα σεβασμού στο συναίσθημα της πίστης της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού.

Φτάνοντας στο Μέγαρο Μαξίμου με περίμενε μια αρνητική έκπληξη. Αντί να αντικρίσω στα σκαλιά τον προκάτοχό μου και μέχρι την ημέρα εκείνη οικοδεσπότη, αντίκρισα τον Τζανακόπουλο. Ο Σαμαράς δεν άντεξε να έρθει να με προϋπαντήσει. Παρότι συντηρητικός, έσπασε την παράδοση. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αποτελεί θεσμική παράδοση πολιτικού πολιτισμού και δημοκρατικής ευπρέπειας, ο απερχόμενος Πρωθυπουργός να καλωσορίζει τον νέο και να του παραδίδει. Να αποδέχεται έτσι τους κανόνες της δημοκρατικής μετάβασης και ομαλότητας. Και, πέραν του συμβολισμού, να τον ενημερώνει κατ' ιδίαν και για τις άμεσες εκκρεμότητες σε κρίσιμους τομείς της χώρας, είτε της οικονομίας είτε της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής.

Ενδεχομένως, η ακραία αυτή συμπεριφορά του Σαμαρά, να μη νομιμοποιήσει με την παρουσία του τον νέο ένοικο του Πρωθυπουργικού Μεγάρου, να μην ήταν μόνο μια πράξη παρορμητική, δηλωτική του χαρακτήρα του, αλλά η επιτομή της στάσης του κατεστημένου πολιτικού συστήματος απέναντί μου. Ορισμένοι ποτέ δεν αποδέχθηκαν την παρουσία μου στο Μέγαρο αυτό ως νόμιμη. Με αντιμετώπιζαν ως παρείσακτο και ευκαιριακό ενοικιαστή, όχι ως νόμιμο ένοικο. Ως έναν καταληψία που κάθεται στα δικά τους σαλόνια και τα μολύνει και πρέπει το γρηγορότερο να τους αδειάσει τη γωνιά. Είχε άλλωστε σχεδιάσει ο Σαμαράς αυτό να συμβεί μέσα σε λίγους μήνες, με τη χρηματοπιστωτική ασφυξία, αλλά όπως λέει και η παροιμία, όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει. Αυτό έκανα για την ώρα και εγώ, συναντώντας τον Τζανακόπουλο αντί για τον Σαμαρά στο πλατύσκαλο του Μεγάρου. - «Γεια σας, κύριε Σαμαρά, τι κάνετε;» προσφώνησα τον Τζανακόπουλο. - «Σας ευχαριστώ που είχατε την καλοσύνη να με υποδεχτείτε, αλλά σαν να αραίωσαν λίγο απότομα τα μαλλιά σας», του φώναξα από μακριά και έβαλε και αυτός τα γέλια. Διαβήκαμε την εξώπορτα που οδηγεί στο αίθριο με το μαρμάρινο ασπρόμαυρο πάτωμα και αίφνης βρέθηκα από τον χειμωνιάτικο ήλιο της αυλής σε ένα σκοτεινό και παγωμένο κτίριο. Η αίσθηση της εγκατάλειψης ήταν τρομακτική. Οι προηγούμενοι τα είχαν πάρει όλα. Όχι μόνο έπιπλα και αντικείμενα, αλλά ακόμα και τα πιο ασήμαντα πράγματα. Ούτε ένα φύλλο χαρτί δεν είχε μείνει στα φωτοτυπικά μηχανήματα, ούτε ένα στυλό, ούτε καν τα στοιχειώδη για να λειτουργήσει το γραφείο. Ήταν σαν να ήθελαν να σβήσουν κάθε ίχνος της παρουσίας τους, να κάνουν ξεκάθαρο πως ό,τι υπήρχε πριν είχε φύγει μαζί τους και πως εμείς ήμασταν ξένοι σε έναν αφιλόξενο χώρο.

Δεν ήταν μόνο η έλλειψη αντικειμένων. Μου δημιουργήθηκε η αίσθηση πως ήθελαν να το εισπράξω ως μια εσκεμμένη πρόκληση. Φαντάζομαι πως ίσως να μετάνιωσαν που δεν μου άφησαν έναν φάκελο πάνω στο γραφείο με μία μόνο φράση: «Περιμένουμε πότε θα πέσεις». Δεν θα έγραφε τίποτα άλλο. Γιατί αυτό ήταν το σχέδιό τους. Εκ προμελέτης. Δεν μας παρέδιδαν απλώς ένα άδειο πρωθυπουργικό γραφείο, μας παρέδιδαν έναν ναρκοθετημένο χώρο, έναν τόπο που δεν προοριζόταν για να κυβερνήσουμε, αλλά για να συντριβούμε εντός του.

Και όμως, καθώς στεκόμουν εκεί, μέσα στον ψυχρό, άδειο χώρο, αντί να με καταβάλει ο φόβος, ένιωσα κάτι άλλο. Ένα πείσμα ότι αυτή η μάχη δεν ήταν μόνο πολιτική. Ήταν μια μάχη με την Ιστορία, όπως την έγραφαν οι νικητές μέχρι τότε. Στο κάτω κάτω, είπα μέσα μου, δεν είχαμε φτάσει ως εδώ για να γίνουμε απλοί παρατηρητές μιας προδιαγεγραμμένης ήττας.

Κάποια στιγμή, η Ελένη Σταυρακάκη, η γραμματέας μου για χρόνια στον έβδομο της Κουμουνδούρου, που είχε προλάβει να εγκατασταθεί στο πίσω δωματιάκι του πρωθυπουργικού γραφείου, άνοιξε την πόρτα και έφερε κάτι συντρόφους από το τμήμα Πληροφορικής του ΣΥΡΙΖΑ, που είχαν επιστρατευτεί για να δουν τις εγκαταστάσεις και τα τεχνικά ζητήματα ασφάλειας. Μου εξήγησαν, γρήγορα, πώς λειτουργούσε εκείνο το δήθεν κόκκινο τηλέφωνο (τελικά είναι μαύρο) και πώς μπορούσα να καλώ απευθείας τους Υπουργούς. Και πριν προλάβουν να φύγουν από το γραφείο, μόλις έμεινα μόνος, ξαφνικά αυτό το αναθεματισμένο άρχισε να χτυπάει.

Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο Στρατηγός Κωσταράκος, τότε Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, συγχωρεμένος σήμερα, ο οποίος μου λέει: - «Κύριε Πρωθυπουργέ, τα σέβη μου». - «Ποιος είστε;» τον ρωτάω. - «Είμαι ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ. Δυστυχώς δεν σας τηλεφωνώ για καλό, έχω ένα πολύ δυσάρεστο νέο». - «Πείτε μου τι έγινε;» του είπα. - «Είχαμε ένα ατύχημα στην Ισπανία, έπεσε ένα αεροσκάφος της Πολεμικής μας Αεροπορίας σε μια άσκηση και έχουμε δύο νεκρούς Έλληνες πιλότους».

Ήταν τέτοια η αμηχανία μου και η έλλειψη εμπειρίας, που του είπα: - «Μάλιστα, Αρχηγέ, λυπάμαι πολύ. Να μεταβιβάσετε τα συλλυπητήριά μου στους δικούς τους ανθρώπους. Αλλά πείτε μου σας παρακαλώ, αν έχετε την καλοσύνη, εγώ τώρα τι πρέπει να κάνω;» - «Τίποτα. Απλά έπρεπε να σας ενημερώσω, μήπως βγάλετε κάποια ανακοίνωση».

Κάπως έτσι, μουντά, παγερά και μακάβρια, σε αντίθεση με το κλίμα έξω από το Μαξίμου, έζησα τις πρώτες μου ώρες ως Πρωθυπουργού. Συνειδητοποίησα, κάπως απότομα είναι η αλήθεια, τι ακριβώς είναι αυτό που κάποιοι έχουν χαρακτηρίσει ως παγερή μοναξιά της εξουσίας. Μια εξουσία για την οποία δεν είχα ιδέα πώς λειτουργεί, δεν γνώριζα καν τα μυστικά της - τα πολύ πιο σοβαρά από το κόκκινο τηλέφωνο - και που ενδεχομένως να μην τα κατάλαβα - και να μην την κατέλαβα και ποτέ.

Συνεχίζει την περιγραφή του ο πρώην πρωθυπουργός στο βιβλίο του:

Εκείνη την πρώτη μέρα, ωστόσο, θυμάμαι πως συνέχισα να δουλεύω χωρίς να πάρω ανάσα, βυθισμένος σε συσκέψεις, τηλεφωνήματα, αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν άμεσα. Η ένταση ήταν ασταμάτητη, οι ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβω. Κάποια στιγμή, αργά το απόγευμα, άρχισα να νιώθω μια βαριά εξάντληση. Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα φάει τίποτα όλη μέρα. Ανοίγω την πόρτα προς το γραφείο της Ελένης και απευθύνομαι προς τους συνεργάτες μου: - «Ρε παιδιά, θα παραγγείλετε τίποτα να φάμε; Εδώ τι κάνουμε όταν πεινάμε;» Είχα συνηθίσει να τρώω στα γρήγορα ένα σουβλάκι, κάτι απλό. Αλλά πριν προλάβει κανείς να απαντήσει, εμφανίζεται ο Τάκης, ο σερβιτόρος του Μεγάρου, ένας καλοσυνάτος τύπος από την Καλαμάτα, που προφανώς είχε διοριστεί την περίοδο Σαμαρά. - «Κύριε Πρόεδρε», μου λέει, «να σας φτιάξω μια μακαρονάδα με κιμά;»

Το Μέγαρο δεν είχε κουζίνα που να λειτουργεί, αλλά εκείνος με έναν σχεδόν πατρικό τρόπο, ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω, να με φροντίσει μέσα σε αυτό το ψυχρό, βαρύ κτίριο, αποδεικνύοντας ότι τουλάχιστον για τους υπαλλήλους του Μαξίμου, το κράτος έχει συνέχεια. Δέχτηκα με ευχαρίστηση. Όταν έφερε το πιάτο μπροστά μου, κουρασμένος όπως ήμουν, η μυρωδιά με χτύπησε κατευθείαν. Πρώτη μέρα Πρωθυπουργός, με το βάρος όλης της χώρας στους ώμους, και το πρώτο μου γεύμα δεν ήταν κάποιο επίσημο δείπνο, δεν ήταν κάτι επιτηδευμένο. Ήταν μια απλή, ζεστή μακαρονάδα με κιμά, φτιαγμένη με μια δόση ανθρώπινης φροντίδας. Και αυτή τη μακαρονάδα τη θυμάμαι ακόμη. Ίσως ήταν και το μόνο που έχω να θυμάμαι με θετικά συναισθήματα από αυτή την πρώτη μέρα στο Μέγαρο Μαξίμου.

Η αρνητική είδηση που μας υποδέχτηκε, η απρέπεια του Σαμαρά που δεν εμφανίστηκε και το ψυχρό και σκοτεινό πρωθυπουργικό γραφείο που όλοι προσδοκούσαν να μπούνε μέσα έγινε η αιτία, μόλις μπήκα, να σκεφτώ. «Έλα Παναγία μου, μπήκα σε στοιχειωμένο σπίτι!»

protothema.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: