18.10.20

Επιλεκτικές ευαισθησίες...


Δύο μέτρα και δυο σταθμά απέναντι στα δικαζόμενα «άκρα»...
Η πιο ηχηρή από τις (ελάχιστες) αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν δημόσια για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής συμμορίας προήλθε από έναν φιλελεύθερο πανεπιστημιακό. Με άρθρο του στην «Καθημερινή» της περασμένης Κυριακής, ο... καθηγητής της Νομικής και πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Ηλίας Αναγνωστόπουλος, διατύπωσε συγκεκριμένες αντιρρήσεις, όχι μόνο για την υποδοχή της δικαστικής απόφασης αλλά και πάνω στην ίδια τη δίωξη της ναζιστικής οργάνωσης.

Το κείμενό του ξεκινά με την υπενθύμιση πως ορισμένους (δηλαδή τους βασικούς) κατηγορούμενους «είχε τιμήσει με την ψήφο του το εκλογικό σώμα» (προσέξτε: όχι μια μερίδα του, ένα –διόλου ευκαταφρόνητο βέβαια– 7%, που και σήμερα εξακολουθεί να διαφωνεί δημοσκοπικά με την καταδίκη τους, αλλά «το» εκλογικό σώμα ως ενιαία οντότητα – φορέας, προφανώς, μιας ορισμένης νομιμοποίησης).

Ακολουθεί η ρητή επιφύλαξη μελλοντικής απόφανσής του για «τη νομική ορθότητα, τη λογική συνοχή και την πειστικότητα της κρίσης» του δικαστηρίου και ρητή διαφωνία του σε τρία συγκεκριμένα ζητήματα:


■ Καταγγελία της πολιτικοποίησης της δίκης, σαν προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας των κατηγορουμένων: «Στη δικαστική απόφαση οφείλεται ασφαλώς σεβασμός. Εξίσου αναγκαίος είναι, όμως, και ο σεβασμός προς το δικαίωμα των κατηγορουμένων να τεκμαίρονται αθώοι μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσής τους [ώσπου, δηλαδή, ν’ αποφανθεί ο Αρειος Πάγος, σε καμιά δεκαετία από σήμερα]. Από τη σκοπιά αυτή ορισμένα φαινόμενα πριν και κατά τη διάρκεια της δίκης πρέπει να προβληματίσουν. Αναφέρομαι σε αθρόες δηλώσεις πολιτικών και άλλων παραγόντων του δημόσιου βίου για το περιεχόμενο που “πρέπει” να έχει η απόφαση και για την ανάγκη “να μπουν στη φυλακή” οι κατηγορούμενοι, ή, στην απαίτηση να “καταδικάσει” το δικαστήριο τον φασισμό και τον ναζισμό. [...] Τα ποινικά δικαστήρια δεν δικάζουν ούτε καταδικάζουν πολιτικές ιδεολογίες ή πολιτικά κόμματα, αλλά αποφαίνονται για την ατομική ευθύνη του κατηγορουμένου».

■ Καταγγελία της θετικής υποδοχής της αναγνώρισης του εγκληματικού χαρακτήρα της οργάνωσης, σαν προσβολή της δικαιοσύνης και της... δημοκρατίας: «Η καταδίκη οποιουδήποτε κατηγορουμένου είναι μια δραματική στιγμή που επιβάλλει σεβασμό στο πρόσωπό του. Οι θορυβώδεις πανηγυρισμοί με κροτίδες δεν υποστηρίζουν την ανεξαρτησία της δικαιοδοτικής λειτουργίας ούτε κολακεύουν τη Δημοκρατία μας».

■ Τρίτο και σημαντικότερο, απαξίωση της διαδικασίας δίωξης της Χ.Α. με «τη συνένωση σε μία διαδικασία περισσότερων υποθέσεων χωρίς να εξαιρεθεί ούτε εκείνη της ανθρωποκτονίας του Παύλου Φύσσα». Κατά τον κ. Αναγνωστόπουλο, «η χωριστή εκδίκαση της τελευταίας αυτής θα είχε αποτρέψει την πολυετή δικαστική οδύσσεια της οικογένειας του θύματος και θα είχε ικανοποιήσει το δικαίωμα των κατηγορουμένων για ταχεία δίκη. Επιπλέον, θα είχε επιτρέψει την ψύχραιμη και χωρίς περιορισμούς αποδεικτική διερεύνηση των περιστατικών που συνδέονται με τον χαρακτηρισμό της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης».

Σε απλά ελληνικά, θα προσφερόταν μια εκδικητική «ικανοποίηση» στη Μάγδα Φύσσα (και, κατ’ επέκταση, στο δημόσιο αίσθημα) με την αυτονόητη ισόβια καταδίκη του Ρουπακιά και την κάθειρξη κάποιων άμεσων συνεργών του, αποτρέποντας την καταλυτική παρουσία της στο δικαστήριο που έκρινε τη ναζιστική ηγεσία. Αν, εννοείται, η «ψύχραιμη και χωρίς περιορισμούς αποδεικτική διερεύνηση» του εγκληματικού χαρακτήρα αυτής της τελευταίας («τιμημένης» –θυμίζω– από «το εκλογικό σώμα»), κατέληγε ποτέ σε ποινική δίωξη.

Διόλου περίεργο, λοιπόν, που το άρθρο του κ. καθηγητή αναπαρήγαγαν μ’ ενθουσιασμό διάφορα χρυσαυγίτικα σάιτ.

Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο του Τάσου Κωστόπουλου, πατήστε ΕΔΩ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: