20.1.22

Ποιος φταίει; Τρέχα γύρευε...



«Όλα καλώς καμωμένα. Κανένα πρόβλημα. Συνεχίζουμε, όπως έχουμε μάθει χρόνια τώρα, είμαστε πλειοψηφία και κάνουμε ό,τι γουστάρουμε». Αυτές οι λίγες αράδες και με αυτή τη φρασεολογία θα μπορούσαν να είναι το πόρισμα των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας για τη λίστα Πέτσα. 

Το απέφυγαν... οι συντάκτες του πορίσματος (ήταν έτοιμο πριν ξεκινήσει η διαδικασία) και για να κρατήσουν τα προσχήματα προσπάθησαν να δώσουν χαρακτήρα νομικού εγγράφου με προβληματικά στην καλύτερη περίπτωση επιχειρήματα, με κατασκευές που φώναζαν για την ανημπόρια τους να σταθούν απέναντι σε σοβαρή κριτική, με υπηρεσιακά και δυσανάγνωστα ελληνικά σαν κι αυτά που χρησιμοποιούν πολλοί δικηγόροι στα κείμενα που καταθέτουν στα δικαστικά όργανα και βεβαίως με πανηγυρισμούς επειδή κατά την… ακηδεμόνευτη κρίση τους η αξιωματική αντιπολίτευση απέτυχε παταγωδώς να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί της περί πρωτοφανούς σκανδάλου έχουν κάποια βάση. Οπότε ούτε γάτα ούτε ζημιά.

Δεν έχει καμιά σημασία που τα άλλα κόμματα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υποστήριξαν ότι η ιστορία είναι βρόμικη και πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω. Δεν έχουν τους συσχετισμούς για να προχωρήσουν. Συνεπώς η Δικαιοσύνη δεν έχει καμιά δουλειά. Πάντως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, αυτό που δεν γίνεται να ανατρέψουν, γιατί έχει κατοχυρωθεί στη συνείδηση των πολιτών σε όποια παράταξη κι αν ανήκουν, είναι ο τίτλος: «λίστα Πέτσα» θα λέμε, θα συνοδεύει τον συγκεκριμένο κυβερνητικό αξιωματούχο μέχρι να αποχωρήσει από τη μαχόμενη πολιτική και σίγουρα δεν είναι παράσημο που μπορεί να το επιδεικνύει. Πρόκειται για μία από τις πιο χοντροκομμένες μεθοδεύσεις αυτοαθώωσης.


Η κυβέρνηση δεν ήθελε την Εξεταστική. Επιχείρησε να την υπονομεύσει με τη γνωστή παρελκυστική τακτική της διάλυσης του ειδικού στο γενικό, πιέζοντας για σύσταση επιτροπής που θα ξεκινούσε την έρευνά της από το 2015 (είναι τελείως συμπτωματικό ότι εκείνη τη χρονιά έχασε τις εκλογές και πέρασε στην αντιπολίτευση), γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι θα έβγαινε εκτεθειμένη, πρυτάνευσαν πιο ψύχραιμες φωνές και το σχέδιο αποσύρθηκε. Άλλωστε δεν υπήρχε λόγος να επιλέξει την παράκαμψη, αφού στην Εξεταστική που συγκροτήθηκε με πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και τη σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αυτή είχε το πάνω χέρι. Θα μπορούσε λοιπόν να διαχειριστεί την υπόθεση με νομότυπο τρόπο, έστω κι αν υποχρεωνόταν να καταφύγει σε κραυγαλέα ανήθικες πρακτικές. Κι αυτό έπραξε. 

Απέκλεισε σχεδόν όλους τους μάρτυρες που πρότειναν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ακόμη κι αυτούς που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν με στοιχεία στη διαλεύκανση της υπόθεσης. Κάλεσε μάρτυρες άσχετους με το θέμα αφού την εποχή που έσκασε η ιστορία αυτοί δεν είχαν κάποιο ουσιαστικό ρόλο, ήταν όμως πολύτιμοι για την πλειοψηφία γιατί τα μέσα ενημέρωσης που διοικούν ευνοήθηκαν σκανδαλωδώς από τη λίστα Πέτσα και οι ίδιοι δεν έχουν κρύψει τις πολιτικές προτιμήσεις τους.

Ωστόσο, η πιο εντυπωσιακή κομπίνα που επινόησαν ήταν η άρνησή τους να δεχθούν ως μάρτυρες τον φερόμενο ως συντάκτη της λίστας, δηλαδή τον κ. Πέτσα, και τον αρμόδιο αξιωματούχο που υπέγραψε για την εκταμίευση των ποσών, δηλαδή τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών κ. Σκυλακάκη. Τι είδους επιτροπή ήταν αυτή που δεν εξέτασε τους δύο πιο βασικούς παράγοντες; Τι φοβήθηκε η πλειοψηφία; Μήπως ότι δεν θα κατάφερναν οι δύο υπουργοί να απαντήσουν στις ερωτήσεις των βουλευτών της αντιπολίτευσης; Μήπως γιατί μπορεί να τους ξέφευγε κάτι που θα οδηγούσε στην κατάρρευση του σχεδίου του μεγάρου Μαξίμου; Μήπως γιατί ο στενός κύκλος εξουσίας έλαβε προειδοποιήσεις από τους δύο υπουργούς του τύπου «μη μας μπλέκετε σ’ αυτή την ιστορία, εμείς ήμασταν απλώς εκτελεστικά όργανα»; Ετσι, αμέτοχος ο Πέτσας, αμέτοχος ο Σκυλακάκης και φυσικά αμέτοχος ο πολιτικός προϊστάμενός τους. Ποιος φταίει; Τρέχα γύρευε.

Τάσος Παππάς

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: