24.12.20

Και τώρα τι κάνουμε;...


Όταν συζητάμε γενικά και αόριστα, όλοι παραδεχόμαστε ότι η εξωτερική πολιτική του κάθε κράτους καθορίζεται από τα συμφέροντά του. Ταυτόχρονα όμως –και εδώ έγκειται το πρόβλημα– επικρατεί η εντύπωση ότι η δική μας εξωτερική πολιτική χαράσσεται με μόνο και απόλυτο γνώμονα το δίκαιο. Για να γίνω σαφέστερος, δεν πρόκειται για την... εναρκτήρια κίνηση σε ένα παιχνίδι όπου ακολουθούν κι άλλες κινήσεις, αλλά αποτελεί μια κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν θέση, την οποία διακηρύσσουμε έχοντας την απαίτηση να μας πάρουν στα σοβαρά. 
Φυσικά, όλες οι χώρες θα πουν περίπου το ίδιο πριν ξεκινήσει το πάρε δώσε των διαπραγματεύσεων· εμείς όμως δεν το λέμε απλώς – το πιστεύουμε κιόλας.

 Αυτή η ταύτιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με το δίκαιο είναι το μήνυμα που εκπέμπουν καθημερινά όχι μόνο όλα τα κόμματα, αλλά κυρίως όλα τα κανάλια, τα οποία έχουν αναλάβει να φυλάσσουν τις Θερμοπύλες του νεοελληνισμού, με τα δελτία ειδήσεων να υποκαθιστούν ένα μάθημα που στα παλιά κακά χρόνια αποτελούσε μέρος της εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων στον στρατό με τίτλο «Εθνική διαπαιδαγώγηση». 

 Προφανώς ξεχνούν τι συνέβη με το περιβόητο Μακεδονικό. Επί τέσσερις δεκαετίες σχεδόν πανεθνικής παράκρουσης που άφησε άναυδο τον υπόλοιπο κόσμο, οποιαδήποτε σκέψη συμβιβασμού στιγματιζόταν ως προδοσία, ώσπου μια ωραία πρωία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –κι αυτό πρέπει να τους το πιστώσουμε ανεπιφύλακτα– το έλυσε χωρίς να ανοίξει μύτη. Μήπως κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει και με τα ελληνοτουρκικά;Οι δυσκολίες είναι πολλές και μεγάλες. 

Η αντιπαλότητα με την Τουρκία έχει διάρκεια και βαθιές ρίζες. Για παράδειγμα, του χρόνου θα γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του ’21 που γέννησε το εθνικό κράτος μας. Επιπλέον η Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι ο ιδανικός γείτονας. Η μεγαλομανία του, ο νεο-οθωμανισμός, η αξίωση να ηγεμονεύει στην ανατολική Μεσόγειο κι όπου αλλού τον παίρνει, ο εν γένει «τσαμπουκάς» του, για να χρησιμοποιήσουμε μια τουρκική λέξη, δεν είναι καλοί οιωνοί. Συνεπώς η εμμονή στη θέση ότι συζητάμε μόνο αν σταματήσουν οι προκλήσεις είναι όντως δικαιολογημένη. 

 Αξίζει όμως να σκεφτούμε τι συνιστά πρόκληση και ακόμα περισσότερο το ενδεχόμενο μια Τουρκία χωρίς τον Ερντογάν να έχει εύλογες ενστάσεις –δεν λέω δίκαιες, επειδή δεν είμαι δικαστής στη Χάγη– που πρέπει να συζητηθούν. Για παράδειγμα, είναι παράλογο το παράπονο της Τουρκίας ότι προσπαθούμε να στερήσουμε το δικαίωμα να έχει την ΑΟΖ που δικαιούται το κράτος με τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην περιοχή; Εφόσον προτείνουμε να πάμε στο δικαστήριο για να κρίνει πού σταματάει η δική μας υφαλοκρηπίδα και πού αρχίζει η δική τους, γιατί προκαταλαμβάνουμε την απόφασή του, μιλώντας για ελληνική υφαλοκρηπίδα; Γιατί οι Τούρκοι δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο; Και ποιο δίκαιο της θάλασσας μας εξουσιοδοτεί να αντιδράσουμε «επιχειρησιακά», όπως εισηγήθηκε η Φώφη Γεννηματά, όταν το «Oruc Reis» περνάει τα 12 μίλια, τα οποία ο Γιώργος Κατρούγκαλος βάφτισε «νοητό όριο»; 

Η θέση της Τουρκίας ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα είναι σαφέστατα μαξιμαλιστική. Γιατί όμως η δική μας ότι και η τελευταία βραχονησίδα έχει υφαλοκρηπίδα δεν είναι; Για όλα αυτά και πολλά άλλα υπάρχουν κανόνες και νομολογία. Το γνωρίζουμε ή μάλλον οφείλουμε να το γνωρίζουμε, επειδή κατά καιρούς οι δικοί μας ειδήμονες μας το έχουν πει. Ποιος τους ακούει όμως; Δεν είμαι σε θέση να ξέρω με σιγουριά αν η στάση της Ελλάδας θα αποδειχθεί τελικά μια εναρκτήρια τοποθέτηση σε μια αντιδικία που έχει δρόμο μπροστά της, ούτε αν το ίδιο ισχύει και για την Τουρκία. Αλλά διαβλέπω τον εξής κίνδυνο: η παρατεταμένη κρίση στα ελληνοτουρκικά μπορεί να οδηγήσει σε μια αλληλοτροφοδοτούμενη σκλήρυνση, η οποία θα μετατρέψει τις μαξιμαλιστικές αρχικές θέσεις σε κατακόκκινες γραμμές, που όποιος τολμήσει να τις περάσει θα ριφθεί στα τάρταρα. Επειδή όμως η γεωγραφία δεν πρόκειται να αλλάξει, είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Και για να μην ακολουθήσουμε το παράδειγμα των αδελφών Ελληνοκυπρίων που δύο φορές είπαν «Οχι» σε μια εύλογη συμβιβαστική λύση στο όνομα ενός ονείρου που απομακρυνόταν ακόμα περισσότερο έπειτα από κάθε άρνηση, ας κατεβάσουμε λίγο τους πατριωτικούς τόνους και τις μεγαλόστομες εκκλήσεις του δικαίου που υποτίθεται ότι είναι πάντα με το μέρος μας. 

 Η εθνικιστική ρητορική, όπως συνέβη και με το Μακεδονικό, οδηγεί στην αυτοπαγίδευση, από την οποία δύσκολα θα απαλλαγούμε. Εξάλλου, η πραγματική νίκη δεν είναι η πλήρης κατίσχυση. Κάτι θα πάρουμε και κάτι θα δώσουμε. Ετσι επιλύονται οι διαφορές μεταξύ γειτόνων. Οχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά σε όλο τον κόσμο... 

Γιώργος Γιαννουλόπουλος 
 efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: