2.11.19

Το «δίκιο» του τραπεζίτη...


«Άσυλο» στους τραπεζίτες και «κυνήγι» της ακτιβιστικής κινηματικής πολιτικής δράσης περιλαμβάνουν οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα που κατατέθηκαν με τη μορφή νομοσχεδίου από...
το υπουργείο Δικαιοσύνης στη Βουλή.

Πρόκειται για περίπου 50 αλλαγές σε διατάξεις του νόμου 4619/2019 που μπήκε σε ισχύ από την 1η Ιουλίου. Μεταξύ αυτών είναι το αδίκημα της απιστίας, το οποίο, σε ό,τι αφορά αποκλειστικά στα τραπεζικά στελέχη θα διώκεται μετά από μήνυση. Για όλους τους υπόλοιπους προβλέπεται η αυτεπάγγελτη δίωξη από εισαγγελέα.

Ο νυν Ποινικός Κώδικας προέβλεπε (άρ. 405) για τα αδικήµατα της απιστίας ότι εφόσον ήταν σε βαθµό πληµµελήµατος και προκειµένου να συνεχιστεί ή να ασκηθεί µια νέα δίωξη θα έπρεπε να προηγηθεί έγκληση (µήνυση) του θύµατος π.χ. από τη διοίκηση ενός φορέα ή από ιδιώτη κ.λπ. Αντίθετα, η δίωξη σε βαθµό κακουργήµατος, δηλαδή για ποσά άνω των 120.000 ευρώ (π.χ. τράπεζες, ΚΕΕΛΠΝΟ, Γηροκοµείο κ.λπ.), παρέµενε ως αυτεπάγγελτη, δηλαδή στην αρµοδιότητα των εισαγγελικών αρχών. Με τον τρόπο αυτό εκατοντάδες υποθέσεις µικρής σηµασίας µπορούσαν να απαλλάξουν από φόρτο τη ∆ικαιοσύνη, αλλά οι σοβαρές υποθέσεις απιστίας και ειδικότερα βλάβης του δηµοσίου συµφέροντος εξακολουθούσαν να αποτελούν αρµοδιότητα του εισαγγελέα.

Η επίμαχη διάταξη για την απιστία τροποποιήθηκε σε σχέση με το αρχικό κείμενο που αναρτήθηκε στη δημόσια διαβούλευση, όπου το αδίκημα μετατρεπόταν σε κατ’ έγκληση διωκόμενο και για υποθέσεις που αφορούν στο Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Τότε, η συγκεκριμένη διατύπωση είχε προκαλέσει την αντίδραση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, η οποία τόνιζε «τον κίνδυνο ατιμωρησίας αλλά και διεθνούς έκθεσης της Χώρας, καθώς δεκάδες υποθέσεις που βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της ανάκρισης αλλά και στην ακροαματική διαδικασία, κινδυνεύουν, να ριφθούν στον κάλαθο των αχρήστων, ως ποινικά μη αξιόλογες και η Χώρα να εκτεθεί διεθνώς ως αναποτελεσματική στην δίωξη σοβαρότατων εγκλημάτων και ιδίως της διαφθοράς και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος».

Η τακτική της παρέμβασης σε δημόσια κτίρια - τακτική που αφορά αφορά τόσο τον «Ρουβίκωνα» και άλλες αναρχικές ομάδες όσο και το συνδικαλιστικό κίνημα με συμβολικές καταλήψεις υπουργείων στο πλαίσιο κινητοποιήσεων - μπαίνει στο στόχαστρο της κυβέρνησης. Το νομοσχέδιο προβλέπει αυστηροποίηση ποινών με φυλάκιση έως τρία χρόνια, όταν «προκαλεί διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας».

Επίσης, το υπουργείο Δικαιοσύνης μετατρέπει ξανά σε κακουργηματικές πράξεις αδικήματα που με το νέο Ποινικό Κώδικα είχαν γίνει πλημμελήματα. Μεταξύ αυτών και μέρος της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών (272 ΠΚ), στο οποίο προστίθεται νέα παράγραφος. Σε αυτή, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, προβλέπεται κακουργηματική τιμωρία «όταν τελείται από δράστη ο οποίος συμμετέχει σε πλήθος που διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλει παράνομα σε ξένα σπίτια ή άλλα ακίνητα. Η απειλή κάθειρξης εως 10 έτη δικαιολογείται στην περίπτωση αυτή λόγω της αμεσότητας του κινδύνου που ενέχει η κατοχή εκρηκτικών υπό αυτές τις περιστάσεις». Πάντως, η κατασκευή και κατοχή εκρηκτικών συνεχίζει να τιμωρείται ως πλημμέλημα.

Αυστηροποιείται και το περιβόητο 110Α του Ποινικού Κώδικα για την υφ’όρων απόλυση εγκλείστων. Συγκεκριμένα, αυξήθηκε ο χρόνος έκτισης από τα 17 στα 22 έτη, προκειμένου να λάβουν οι πολυισοβίτες, όπως καταδικασθέντες της 17Ν, την κατ’ οίκον έκτιση ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση.

Άλλες τροποποιήσεις που προβλέπονται στο Σχέδιο Νόμου είναι οι εξής:

Η επικίνδυνη οδήγηση, δηλαδή όταν οι οδηγοί που υπό την επήρεια αλκοόλ ή ουσιών τραυματίσουν θανάσιμα τρίτους, θα απειλείται ακόμη και με ισόβια κάθειρξη.
Η ενεργητική δωροδοκία υπαλλήλου (236ΠΚ) μετατρέπεται ξανά σε κακούργημα, με την ποινή κάθειρξης να φτάνει έως τα οκτώ έτη.
Η δωροληψία πολιτικών αξιωματούχων (159 και 159Α ΠΚ): η διατύπωση εναρμονίζεται, προκειμένου οι διατάξεις περί δωροληψίας και δωροδοκίας πολιτικών προσώπων να εφαρμόζονται κατ’αντίστοιχο τρόπο και στους βουλευτές, στο σύνολο των καθηκόντων τους και όχι μόνο κατά το μέτρο που αυτά συνδέονται με τη συμμετοχή σε εκλογή ή ψηφοφορία. Περαιτέρω, καλύπτεται το κενό ως προς τους Υφυπουργούς που δεν αποτελούν μέλη της Κυβέρνησης με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνονται από την προϋφιστάμενη διατύπωση, χωρίς να συντρέχει προς τούτο επαρκής δικαιολογητική βάση.
Η κακουργηματική κλοπή επανέρχεται, όταν αυτή τελείται με διάρρηξη από δύο ή περισσότερα μέλη συμμορίας (άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ) που έχουν οργανωθεί για την διάπραξη κλοπών αυτού του είδους. Η απειλή κάθειρξης έως δέκα έτη δικαιολογείται από τον συνδυασμό των χαρακτηριστικών της πράξης με την επικινδυνότητα της συμμορίας.
Το αδίκημα της διατάραξης κοινής ησυχίας επανέρχεται, καθώς «μετά την κατάργηση των πταισμάτων με την διάταξη του άρθρου 468 παρ.1 ΠΚ, επιβάλλεται για την άμεση και αδιάκοπη προστασία του ευαίσθητου ζητήματος της κοινής ησυχίας, η αναγωγή τους σε ελαφρά πλημμελήματα, ώστε να εξασφαλίζεται η βεβαίωση αυτών των ποινικών παραβάσεων από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα»...

Πηγή: tvxs


Δεν υπάρχουν σχόλια: