1.11.13

Πανεπιστήμιο: Στο μετέωρο βήμα του "Fight or Flight"...



Λέγεται και γράφεται ότι "στο Πανεπιστήμιο τα πράγματα ήταν ανέκαθεν δύσκολα, γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχει επιστημονική παράδοση". Σωστό, αν και υπήρξαν άλλες παραδόσεις, εκτός Πανεπιστημίου, που...
θα μπορούσαν υπό συνθήκες να αποτελέσουν τη βάση για πρωτότυπους πειραματισμούς, τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην έρευνα (από την παράδοση των λεγόμενων ιατροφιλοσόφων και τη λαϊκή ζωγραφική, μέχρι τις διάφορες σχολές της νεοελληνικής ποίησης και το απαράμιλλο σε δεξιοτεχνία και αισθητική "μαστοριλίκι" των γεφυροποιών της Ηπείρου).

Απουσία των κατάλληλων πολιτικών και οικονομικο-κοινωνικών συνθηκών, η ανώτατη εκπαίδευση δεν στηρίχθηκε όμως ποτέ σ’ αυτό το «ευγενές» υπόστρωμα και αναπτύχθηκε στρεβλά κι «απ’ τα πάνω», με κύριο στόχο την ανασυγκρότηση των μεσαίων στρωμάτων μετά τον πόλεμο.

Το σύγχρονο, μαζικό Πανεπιστήμιο άρχισε να συγκροτείται μετά το ’82, με την εισαγωγή του πρώτου νόμου-πλαισίου από την κυβερνηση Παπανδρέου. Το πλαίσιο αυτό προέβλεπε συγκεκριμένα όργανα (αυτο)διοίκησης (τομέας-τμήμα-σχολή), θέσπιζε τέσσερις καθηγητικές βαθμίδες (λέκτορες, επίκουροι, αναπληρωτές, τακτικοί καθηγητές) και έδινε δικαίωμα λόγου και ψήφου τόσο στο διδακτικό-ερευνητικό προσωπικό, όσο και στους διοικητικούς υπαλλήλους και τους φοιτητές. Αυτή η «βίαια ωρίμανση» στο θεσμικό επίπεδο αντιμετώπιζε έναν κραυγαλέο και αντιπαραγωγικό αναχρονισμό και ανταποκρίνονταν πλήρως στα δεδομένα της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Παρόλα αυτά, όπως ήταν αναμενόμενο, η εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου-πλαισίου οδήγησε σταδιακά σε παραμορφώσεις και δημιούργησε πολλά λειτουργικά προβλήματα. Η διαδικασία επιλογής επιστημονικού προσωπικού, αλλά και η εκλογή πρυτάνεων και προέδρων στα διάφορα τμήματα, ήταν απ’ την αρχή ευάλωτη στον παραγοντισμό και -δοθέντος του χρόνου- διαμόρφωσε ένα εκτεταμένο δίκτυο ομαδοποιήσεων και πελατειακών σχέσεων που δεν είχαν προηγούμενο στα διεθνή ακαδημαϊκά χρονικά. Οι δημόσιες επενδύσεις χρησιμοποιήθηκαν από αυτές τις ομάδες με τρόπο που προκλητικά συνδύαζε τη σπατάλη με την ελλειπή υποστήριξη και τη στελέχωση βασικών υπηρεσιών. Και μέσα σ’ αυτό το κλίμα, τα όρια του αγοραίου και του ακαδημαϊκά επιτρεπτού έγιναν δυσδιάκριτα.

Τα εκφυλιστικά φαινόμενα έφτασαν στο αποκορύφωμά τους όταν προέκυψε η ανάγκη «εξωτερικής χρηματοδότησης» των ερευνητικών προγραμμάτων και των υποδομών. Δοθείσης της ευκαιρίας, τα πελατειακά δίκτυα των ελληνικών Πανεπιστημίων διασυνδέθηκαν τότε με τα δίκτυα της «υψηλής» ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και τις κερδοσκοπικές συμμορίες που λυμαίνονταν τις δημόσιες επενδύσεις, εδραιώνοντας ένα ιδιότυπο καθεστώς «πληβείων-πατρικίων» μέσα στα ανώτατατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.

Η κατάσταση όμως αυτή φαίνεται ότι περιείχε και τον σπόρο της αυτο-αναίρεσής της: Τα νέα κονδύλια προϋπέθεταν και προέβλεπαν σε κάποιο βαθμό μια μετρήσιμη πρόοδο στην επιστημονική παραγωγή, τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική. Έφερναν τους Ευρωπαίους στην Ελλάδα και έστελναν τους Έλληνες πανεπιστημιακούς στα σώματα, τις επιτροπές και τα εργαστήρια των συνεργατών τους στην Ευρώπη. Καθιστούσαν όλους τους εμπλεκόμενους πολύ πιο οξυδερκείς στα οικονομικά της εκπαίδευσης και ανεδείκνυαν ανά πάσα στιγμή την υστέρηση σε υποδομές, χρηματοδότηση, επιχειρησιακά πλάνα και εξειδικευμένο προσωπικό που υπήρχε στην Ελλάδα.

Στη νέα στήλη μας για την Παιδεία, παρουσιάζουμε απόψεις για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση καθώς και προτάσεις εναλλακτικής διδασκαλίας στα σχολεία. Μπορείτε να μας στείλετε γνώμες και προτάσεις σας, στο paidia@tvxs.gr.

Εν μέσω πελατειακών φαινομένων και χωρίς να υποχωρεί ο παραγοντισμός, στο ελληνικό Πανεπιστήμιο άρχισε λοιπόν να εμφανίζεται μια αντίρροπη «ροή»: Η τάση για την εισαγωγή αξιολογικών κριτηρίων και μέτρων ελέγχου της απόδοσης. Τέτοια μέτρα ανταποκρίνονταν καλύτερα στις προς τρίτους υποχρεώσεις και παράλληλα διέσωζαν τα προσχήματα, αφού το αίτημα για «αξιοκρατία» και χρηστή διοίκηση -που διατυπώνονταν από εκείνους που από θέση ή πεποίθηση είχαν τα χέρια τους «καθαρά»- είχε γίνει στο μεταξύ πιεστικό. Σ’ αυτή τη βάση, διάφορες -αυθεντικές ή κατ’ επίφαση- καθηγητικές ελίτ άρχισαν από τη δεκαετία του ’90 να διεκδικούν περισσότερες πρόνοιες στο θεσμικό πλαίσιο, που θα θωράκιζαν το Πανεπιστήμιο απέναντι στον απροκάλυπτο παραγοντισμό.

Με άλλα λόγια, η ίδια η ανάπτυξη του Πανεπιστημίου, όσο ασύμμετρη και στρεβλή κι αν ήταν, έσπρωχνε τα πράγματα προς μια κατεύθυνση αυτο-κάθαρσης και ανασυγκρότησης που θα μπορούσε, εάν βέβαια συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, να ανατρέψει και το στρεβλό και το φαύλο της όλης διαδικασίας. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο γινόταν μάλιστα ακόμα πιο πιθανό αν συνυπολογίσει κανείς ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων μελών του προσωπικού διέθετε πια και διαχειριστική εμπειρία και επιστημονική επάρκεια, αλλά και ένα απόθεμα “ακαδημαϊκoύ ήθους» –που είχε προκύψει από τα «παθήματά» τους και τις πικρές εμπειρίες τους σε ένα καθεστώς αποκλεισμών και αυξανόμενης ευνοιοκρατίας.

Θα το πω πολύ λακωνικά: Αυτή η ευκαιρία για την ανανέωση και την πραγματική μεταρρύθμιση του ελληνικού Πανεπιστημίου πέρασε ανεκμετάλλευτη όταν η προγραμματική πρωτοβουλία που θάπρεπε να έχει αναλάβει το ίδιο το πανεπιστημιακό κίνημα, ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη δυναμική που δημιουργήθηκε με τη μάχη του άρθρου 16, «υπεκλάπη» από τους νεοφιλελεύθερους του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στο τέλος του ’90-μέσα του 2000: Όλα τα δυνάμει «οραματικά» στοιχεία για την ανανέωση του Πανεπιστημίου αντικαταστάθηκαν με τα αντίστοιχα ψευδώνυμά τους. Βροχή τα ιδεολογήματα περί «καινοτομίας», «ανταγωνιστικότητας», «αριστείας», «επιχειρηματικότητας», «απόδοσης», «λογοδοσίας», που είχαν μεν διακινηθεί από πριν, αλλά η κοινότητα τα αντιμετώπιζε με επιφύλαξη.

Πλήθος οι θεσμικές παρεμβάσεις, με αποκορύφωμα τους νόμους Γιαννάκου, Διαμαντοπούλου, Αρβανιτόπουλου, που μαζί με τα ξερά έκαιγαν και τα χλωρά (ή μάλλον κυρίως αυτά τα δεύτερα), με την κατάργηση του ασύλου (αντί να καταργηθεί το ιδιότυπο «άσυλο» της αυθαιρεσίας), την ανάθεση της διαχείρισης σε «μάνατζερ» και εξω-πανεπιστημιακά στελέχη (αντί να θεσπίζονται κανόνες πραγματικού και ουσιαστικού ελέγχου) και την άνευ προηγουμένου περιστολή της δημόσιας δαπάνης (που συνέπεσε με το μνημόνιο, αλλά ήταν ήδη δρομολογημένη από πολύ πιο πριν, στη λογική της ιδιωτικοποίησης του δημόσιου Πανεπιστημίου). Το «κερασάκι» σ’ αυτή τη νεοφιλελευθερη τούρτα ήταν οι πρόσφατες απολύσεις των διοικητικών υπαλλήλων και οι επερχόμενες απολύσεις διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού μέσα στο 2014.

Αυτή η έφοδος του νεοφιλευθερισμού από τη μια πλευρά απειλεί με διάλυση το δημόσιο Πανεπιστήμιο και από την άλλη επιχειρεί να αφαιρέσει από το πανεπιστημιακό κίνημα κάθε προϋπόθεση για να αρθρώσει κάποτε έναν ριζοσπαστικό, προγραμματικό λόγο: Εν μέσω σφοδρών συγκρούσεων, η πιο αυτονόητη στάση είναι η άμυνα. Δηλαδή η υπεράσπιση των ζωτικής σημασίας όρων για την επιβίωση του Πανεπιστημίου, χωρίς αστερίσκους και επεξηγήσεις. Γιατί τη στιγμή που η κυβέρνηση απολύει το σύνολο των φυλάκων, των βιβλιοθηκονόμων ή των τεχνικών υποστήριξης δικτύων σε διάφορα Πανεπιστήμια, οποιαδήποτε απόπειρα αυτο-κάθαρσης θα ήταν όχι μόνο παρεξηγήσιμη, αλλά και καθαρά αυτοκτονική.

Επειδή η κυβέρνηση ειδικεύεται τελευταία στη «μαζική ψυχολογία» και χρησιμοποιεί ολοένα και περισσότερο τις μεθόδους του λεγόμενου «κοινωνικού αυτοματισμού», επισημαίνω εδώ ένα φαινόμενο αντίστοιχο αυτής της «αμυντικής αντίδρασης» που ανέφερα παραπάνω. Πολλά είδη ζώων (ανάμεσα σ’ αυτά και το περιούσιο είδος μας) όταν αντιμετωπίζουν κίνδυνο «επαπειλουμένου θανάτου» αναστέλλουν ή περιορίζουν στο ελάχιστο ορισμένες λειτουργίες τους (όπως η πέψη και η ούρηση) για να ενεργοποιήσουν στο μέγιστο συστήματα που θα τους επιτρέψουν είτε να μείνουν στη θέση τους και να παλέψουν μέχρις εσχάτων (fight), είτε να το βάλουν στα πόδια και να ξεφύγουν από τα νύχια του θηρευτή (flight).

Αν τα σαΐνια του υπουργείου υπολογίζουν ότι μέσω ενός παρόμοιου κοινωνικού ανακλαστικού θα εκμηδενίσουν κάθε αντίσταση και κάθε μελλοντική απόπειρα ανασυγκρότησης του δημόσιου Πανεπιστημίου, έχω να τους πω το εξής: Μπορεί το «shock και δέος» των επικοινωνιακών επιθέσεων, των εισαγγελικών παρεμβάσεων και των απολύσεων να τους εξυπηρετεί στην παρούσα φάση γιατί εκβιάζει μέχρι εκεί που δεν πάει αυτούς που θίγονται άμεσα, αποθαρρύνει κάθε ριζοσπαστική πρωτοβουλία και προκαλεί μια κάποιαν αμηχανία, ιδιαίτερα σε αυτούς που αντιστέκονται, αλλά ταυτόχρονα πιστεύουν ότι όντως υπάρχουν κακώς κείμενα που πρέπει να διορθωθούν. Ας έχουν όμως υπόψη ο κ. Αρβανιτόπουλος και οι επιτελείς του ότι η αντίδραση «fight or flight» έχει αβέβαιη έκβαση, γιατί σε μερικές φορές το υποψήφιο θύμα ανασυντάσσεται, αντιστέκεται και νικάει (ή τρώει) τον θύτη!...

*Πρόεδρος του Συλλόγου μελών ΔΕΠ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Εφημερίδα των Συντακτών


Δεν υπάρχουν σχόλια: